United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κυρ λοχίας έστειλε τον Κραβαρίτη, τον λεβέντη, να μάση κάνα κούτσουρο ακόμη, για τη φωτιά πάρχισε να σβύνη, εκεί γύρα. — Άιντε, ορέ, για κάνα ξυλάκι κι η νύχτα είνε χρόνος τόρα.

Πλην τότε, όταν επαρουσιάσθη εις τον θείον του Αλύπαν, μόλις εικοσιπενταετής, εκαλείτο Δανιήλ ιεροδιάκονος, μοναχός. Όταν τον είδεν έξαφνα ο θειος του, με λύπην και πόνον ανέκραξε: — Μαύρο κούτσουρο εγώ, μαύρο κούτσουρο εσύ. Ανέβαινεν ασθμαίνων τον ανήφορον ο καπετάν Γεωργάκης ο Μ., αν και ήτο καβάλλα επάνω εις μεγάλον ισχυρόν ημίονον, δυνάμενον να σηκώση υπέρ τας 120 οκάδας.

Άνοιξε το μέρος εκείνο· κατέβηκε ήλιος, φύσηξ' αέρας, ανάσανε η γης, φύτρωσε δίπλα σου μικρό κι ανεμοδαρμένο δεντρί. Ίσως μια μέρα αυτό το δεντρί σε φάη, ίσως όμως και μείνη σιμά σου χλωμιάρικο, αρρωστημένο, ανωφέλητο κούτσουρο. Έξω από κείνο το μέρος, έξω από τις ξερές εκείνες τις πέτρες, όλη η Ρωμιοσύνη είναι δική σου.

Ύστερα αυτοί αφού γύρισαν πίσω, εξέταζαν τα κοπάδια τους· και σαν είδαν πως έβοσκαν ήσυχα και τα γίδια και τα πρόβατα, κάθησαν σε κούτσουρο βελανιδιάς και κοίταζαν μήπως ο Δάφνης, όταν έπεσε, ματώθηκε σε κανένα μέρος του κορμιού του. Δεν είχε πληγωθή καθόλου, μήτε είχε ματώσει· μα ήτανε γεμάτος χώμα και λάσπη και στα μαλλιά και στάλλο κορμί.

Τότε άσπαστο έβαλε χαλκό πας στη φωτιά κι' ασήμι, καλάι κι' ένα πολύτιμο χρυσάφι, απέ στυλώνει 475 το γιγαντένιο αμόνι του στο κούτσουρο, και παίρνει γερό σφυρί με το δεξύ, μασιά με τ' άλλο χέρι.

Λόγο πια δεν άνοιξε το στόμα της να μου πη για κείνη την τρέλλα η κακόμοιρ' η μάννα, τότες που ανέβηκε με τα μεγάλα τα μαντάτα· πως είτανε, λέει, ο γαμπρός αυτός με ταδέρφια μου, και να βάλω τα νυφικά! Πήγανε να με τρελλάνουνε με τη βιάση τους, και καλά να στολιστώ και να βγω με το δίσκο. Ποιος ξέρει τι κούτσουρο του φάνηκα σαν πρωτοβγήκα μπροστά του!

Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.

Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα υπέμενεν. — Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο κούτσουρο είνε ο τυφλός. Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε. — Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον; εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος.

Κατά το δειλινό, σαν άρχισε να γέρνη ο ήλιος, ο ένας ο εργάτης, εκεί πού έσκυφτε στη δουλειά του, κι' ο Γιάννης, με το τσιμπούκι του αναμμένο, εκάθητο σ' ένα μεγάλο κούτσουρο, και τον εκύτταζε πώς δουλεύει, δύο-τρία βήματα παρέκει, εκεί ο εργάτης βρίσκει κάτω στη γης ένα τάλλαρο, κολοννάτο.

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.