United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από καιρού εις καιρόν έκυπτεν επί του ανοικτού φορείου διά να παρατηρήση, εις την λάμψιν της σελήνης, το προσφιλές εκείνο πρόσωπον, ως βυθισμένον εις νάρκην, και επανελάμβανεν: «Είναι αύτη! Ο Χριστός την έσωσεΕπροχώρουν με βήμα ταχύ εν μέσω των νεωστί εκτισμένων οικιών, των οποίων η λευκότης έλαμπεν υπό το σεληνιακόν φως. Η πόλις ήτο έρημος.

Τι να είπω τώρα προς την μητέρα της, πώς να την δεχθώ ; Με ποίον βλέμμα θα την ατενίσω, αυτήν, ήτις απρόσκλητος ελθούσα εδώ συνεπλήρωσε την δυστυχίαν μου; Και όμως τι το φυσικώτερον να συνοδεύση η μήτηρ την κόρην της ερχομένην εις την χαράν του γάμου της και να παραδώση φαιδρά και ευτυχής το προσφιλές της τέκνον εις εμέ τον πατέρα του, τον κακούργον πατέρα ; Και τι θα είπω προς την κόρην μου, την ταλαίπωρον παρθένον ; Παρθένον είπα ; Αλλά μόλις έλθη εδώ θα την αρπάσει εις τας αγκάλας του ως σύζυγον ο Αδης.

Ευχαρίστως επανέρχομαι εις το προσφιλές τούτο όνομα ου μόνον διότι απ' αρχής του ποιητικού μου σταδίου συνηντήθην μετ' αυτού, υπό την σκιάν του εν Ιωαννίνοις αιμοχαρούς πλατάνου, αλλά διότι στενώς διατελεί συνδεδεμένον μετά της φίλης μου Λευκάδος.

Αίφνης, από καιρού εις καιρόν, εξύπνα εκ του μακρού ονείρου της, κ' εφαίνετο ανακτώσα την αίσθησιν του πραγματικού κόσμου, αλλ' ολίγαι παρήρχοντο στιγμαί και πάλιν έπιπτεν εις την νάρκην του ύπνου της βυθιζομένη βαθύτερον ακόμη εις το προσφιλές όνειρόν της.

Ω στήθος προσφιλές και παρειαί και ξανθή κόμη ! Εις ποίαν δεινήν συμφοράν μας έφερεν η Τροία και η Ελένη ! Παύω τους λόγους, διότι ορμώσιν ακάθεκτα εις τους οφθαλμούς μου τα δάκρυα μόλις σε ήγγισα. Είσελθε εις τα δώματα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Συγγνώμην, κόρη της Λήδας, ότι, μέλλων να δώσω την κόρην μου εις τον Αχιλλέα, συνεκινήθην τόσον.

Και ώρμησεν εις το παρακείμενον δωμάτιον, οπόθεν μετ' ολίγον επέστρεψε κρατούσα την καπνοσύριγγα, το προσφιλές τσιμπουκάκι του ανδρός της, γεμάτον και έτοιμον διά κάπνισμα!

Κατωτέρω κατάκλειστος, με τας μεγάλας υψηλάς πόρτας της, σιωπηλή ως έρημος, εφαίνετο η μεγάλη Σαντορινιά ταβέρνα του Καλαμιώτη, το προσφιλές εντευκτήριον υπαλλήλων, δικηγόρων και εμπόρων, και ημών των δύο άλλων , εις της οποίας τα υπόγεια υπάρχουν δεκαπέντε ειδών κρασιά.

Ευθύς η καρδία ανέλαβε πάλιν τον τακτικόν της παλμόν, τον ήσυχον, τον αδιάφορον και εις τα φρικωδέστερα γεγονότα, όπως έπρεπεν εις μίαν Σουλιωτοπούλαν και γυναίκα του Σπαθόγιαννου. Ως τοιαύτη δε ούτε να ερωτήση ηθέλησε, ούτε τι και πώς να μάθη, αλλά με κρυφόν θυμόν πλανώσα εις προσφιλές της όνειρον τον νουν, επερίμενεν.

Κατ' αρχάς εδίσταζε να διέλθη εκείθεν φοβούμενος μήπως εξανάψη την θλίψιν του έτι μάλλον με τας αναμνήσεις που θα του έφερε το ερημικόν εξωκκλήσιον, το προσφιλές της Κουκκίτσας του προσκύνημα, και επέστρεφεν από τον ίδιον δρόμον του ερχομού, από τον Αηλιά.

Ένεκεν των συνεχών και στενών αυτού σχέσεων προς τους Οθωμανούς, και της ιδέας ην είχε περί της Τουρκικής δυνάμεως, ενόμιζεν εαυτόν ευτυχή εάν, εν μέσω των αεννάων περισπασμών της ελληνικής φυλής, εδύνατο διά της διαγωγής του να σώση το προσφιλές αρματωλίκιον.