United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' οι πιστοί φύλακες του Αθανασίου απεποιήθησαν ν' απομακρυνθώσιν εμπαικτικώς ισχυριζόμενοι ότι έμενον παρόντες ίνα κορέσωσι τα όμματά των ατενίζοντες εις πρόσωπον τοσούτω προσφιλές. — Ποτόν δε δηλητηριασμένον προσηνέχθη, αλλά και τούτο απεκρούσθη.

Ενθυμείτο τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήση. Του εφαίνετο ότι δεν έχουν πλέον τον τόπον των. Τουναντίον, το άσμα της νυκτός εκείνης έκρινεν ότι ήτο προσφυέστατα το προσφιλές άσμα της Λιαλιώς: Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτοίδιος και απαράλλακτοςμε την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.

Όταν εγεννήθη η κόρη αύτη, ο Καίσαρ είχε τρελλαθή από την χαράν του. Και εις την Ποππέαν ακόμη το παιδίον ήτο προσφιλές, διότι είχεν ισχυροποιήσει την θέσιν της και είχε καταστήσει την επιρροήν της ακαταμάχητον. Αυτό ήτο γεγονός σημαντικόν, διότι ο Νέρων υπερηγάπα το θυγάτριόν του. Εκ της υγείας και της ζωής της μικράς Αυγούστας ηδύνατο να εξαρτηθή η τύχη της Αυτοκρατορίας.

and under him my Cenius is rebuked, as it is said Mark Antony's was by Cesar. Ανάγονται ταύτα εις τον βίον του Αντωνίου. Η αγλικήν Πλουτάρχου μετάφρασις, ως εκ πολλών τεκμηρίων γίνεται δήλον ότι ήτο προσφιλές του Σαικσπείρου ανάγνωσμα.

Τι άλλο, θαρρείς, να είνε, παρά τιμή και σέβας και δοξολογία και ό,τι εγώ ακριβώς ανωτέρω είπα, πράγμα θεάρεστον, με το οποίον επιζητούμεν να αποκτήσωμεν την εύνοιαν αυτών; Σωκράτης. Ώστε, ω Ευθύφρον, το ευσεβές είνε εν πράγμα θεάρεστον, με το οποίον αποκτά κανείς την εύνοιαν των θεών, δεν είνε δε ωφέλιμον εις τους θεούς ούτε προσφιλές εις αυτούς; Ευθύφρων.

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.

Εκράτουν εις χείρας την λευκήν οθόνην, την οθόνην εκείνην, την οποίαν έσυρα και ελύθη η κόμη της, ότε επιστρέφων εκ Σμύρνης είδα πρώτην την Ανδριάναν, εις την θύραν της οικίας μας. Η οθόνη εκείνη έμεινε, το μόνον λείψανον, μόνον μνημόσυνόν της! Την εκράτησα έκτοτε, και την έχω εισέτι, και την διατηρώ ως ιερόν κειμήλιον, ως προσφιλές ενθύμημα.

Αίφνης ο Παγώνας, ίσως διότι ησθάνετο κρύος και ήθελε να ζεσταθή, ίσως και διά να παρηγορήση κάπως την θεια-Συνοδιά, την οποίαν έβλεπε λυπημένην και ανησυχούσαν διά τον γαμβρόν της, ήρχισε πάλιν να τραγουδή τον προσφιλές άσμα του: Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου! έλα κοντά στο γόνα μου . . .