United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430 απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας, της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια, τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα, ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435 τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνοςτα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440 ουλαίς μέσατο κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα. και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445 καιτο πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις. και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης, υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει• κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450 και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία, Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου. κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα• την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος. με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455 ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία, με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι• κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέροςταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα• και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460 και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν, και τά 'ψηναντα μυτερά σουβλιά 'που 'χαντα χέρια.

Παρεκάλεσε θερμώς τον πατέρα της να μετατρέψη την απόφασίν του, τον εβεβαίωσεν ότι δεν θέλει να υπανδρευθή, ότι άλλο δεν επιθυμεί ή να τον γηροκομήση εκείνον και ν' αναθρέψη τα τέκνα της αδελφής της. Αλλ' ο γέρων είναι αδυσώπητος. Όταν βάλη τίποτε εις τον νουν του, ετελείωσε! Του Λιάκου η γλώσσα ελύθη.

Εκράτουν εις χείρας την λευκήν οθόνην, την οθόνην εκείνην, την οποίαν έσυρα και ελύθη η κόμη της, ότε επιστρέφων εκ Σμύρνης είδα πρώτην την Ανδριάναν, εις την θύραν της οικίας μας. Η οθόνη εκείνη έμεινε, το μόνον λείψανον, μόνον μνημόσυνόν της! Την εκράτησα έκτοτε, και την έχω εισέτι, και την διατηρώ ως ιερόν κειμήλιον, ως προσφιλές ενθύμημα.

Ούτως ειπούσα η δύσφημος, Χύνει, από δύο ποτήρια Αίμα και πορφυρίζονται Πάντες οι ουράνιοι κάμποι, Η γη και η νήσοι. Ελύθη, ελύθη ως όνειρον Το φάσμα. Καθαρώτατος Ο αέρας καταβαίνει Και δροσίζει τα χείλη μου, Και την ψυχήν μου. Ω Ελλάς! — ω πατρίς μου! Ελπίδων γλυκυτάτων Μήτηρ! σε βλέπω ακόμα Ζώσαν και μαχομένην, Και αναλαμβάνω.

Και αφού ελύθη η σύναξις και ανεχώρησαν οι συγκλητικοί έμεινεν ο βασιλεύς με τον αρχιευνούχον του και με ένα νέον σκλαβόπουλον και επρόσταξε να ετοιμάσουν την τράπεζαν του γεύματος και μου έκαμε νεύμα να καθίσω μαζί του εις την τράπεζαν· εγώ διά να δείξω υποταγήν εφίλησα την γην, έπειτα εκάθισα εις την τράπεζαν, και έφαγα με πολλήν ευταξίαν και σεμνότητα και προτού να σηκώσουν την τράπεζαν είδα ένα καλαμάρι και έκαμα νεύμα να μου το δώσουν και λαμβάνοντάς το έγραψα επάνω εις ένα ροδάκινον εις στίχους πολιτικούς την ευχαρίστησίν μου προς τον βασιλέα διά τις τόσες περιποιήσεις και του το ενεχείρισα· και αναγινώσκοντάς τους αύξησεν ο θαυμασμός του.

Τότε ο κλοιός της γλώσσης ελύθη, ο κύφων του σώματος διερράγη. Ο Μάχτος εξέπεμψε βρυχηθμόν λεαίνης και άμα ώρμησεν ως σκύμνος προς το θέαμα εκείνο. Ήλπιζεν ότι ήθελε σώσει την Αϊμάν εκ του βεβιασμένου εκείνου γάμου, διότι ως βεβιασμένον τον ενόμιζε. Συγχρόνως ο Μάχτος αφυπνίσθη. Ευρέθη όρθιος και είδε μόνον το σκότος της νυκτός, όπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αυτόν.

Εν τούτοις ο υιός της βασιλίσσης Τομύριος Σπαργαπίσης, ανανήψας από την μέθην και ιδών εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκετο, παρεκάλεσε τον βασιλέα να τον λύση από τα δεσμά. Ο Κύρος συγκατένευσεν· άμα όμως ελύθη και εγένετο κύριος των χειρών του εφονεύθη ιδιοχείρως. Και αυτός μεν τοιούτω τρόπω ετελεύτησε.

Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους.

Ο Βασιλεύς εκατέβη από το θρονί του και αγκάλιασε την θυγατέρα του που του έδωκε τέτοιαν χαράν, έπειτα έπιασε και εφίλησε και τον Καλάφ, και εν τω άμα τον εκήρυξε γαμβρόν του, και μετά μεγάλης χαράς ελύθη το Ντιβάνι, και εμίσευσαν όλοι μετά μεγάλης αγαλλιάσεως.

Αυτό θα το κάμη! είπεν ο Ρούντυ. «Αύριον θα το έχω! αύριον είσαι εντελώς 'δική μου! η δική μου, γλυκειά μου γυναίκα!» — Το ακάτιον! εφώναξεν αιφνιδίως η Μπαμπέττα. Το ακάτιον, το οποίον έπρεπε να τους επαναφέρη, ελύθη και απεμακρύνθη από το νησάκι. — Θα το επαναφέρω! είπεν ο Ρούντυ.