Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Και ο μεν Βρασίδας, αφήσας αυτό να φεύγη, επετέθη κατά του δεξιού κέρατος· αλλ' εκεί επληγώθη και έπεσε χωρίς να εννοήσουν τίποτε οι Αθηναίοι. Οι πλησίον ευρισκόμενοι τον εσήκωσαν και τον μετέφεραν εις την πόλιν. Το δε δεξιόν κέρας των Αθηναίων αντέστη περισσότερον.
Τότε οι θεράποντες εσήκωσαν τα πτώματα, έπλυναν την παλαίστραν και διέσπειραν επί της άμμου φύλλα αρωματικών φυτών. Όταν ήρχισεν ο διαπεραστικός ήχος των σαλπίγγων, βαθεία σιγή αγωνίας διεχύθη εις το αμφιθέατρον.
Εις τούτο δε το μεταξύ έφθασαν και ο Κριτίας και ο Αλκιβιάδης οδηγούντες τον Πρόδικον, τον οποίον εσήκωσαν από το κρεββάτι, και εκείνους που ήσαν μαζί με τον Πρόδικον. Αφ' ου δε όλοι εκαθίσαμεν μαζί, ο Πρωταγόρας είπε· τώρα λοιπόν, Σωκράτη, που και αυτοί εδώ είναι παρόντες, ημπορείς να είπης εκείνα τα οποία μου ανέφερες προ ολίγου διά τον νέον τούτον.
Όταν δε ήτο καιρός ν' αρχίση το δείπνον, πρώτα εσήκωσαν τον Θεσμόπολιν πέντε υπηρέται δυνατοί και αυτοί όχι χωρίς δυσκολίαν και τον ετοποθέτησαν εις ένα από τα ανάκλιντρα και τούβαλαν δεξιά και αριστερά μαξιλάρια διά να τον στηρίζουν στην ίδια θέσι. Και επειδή κανείς δεν ήθελε να κατακλιθή κοντά του, έβαλαν εμένα εις εκείνην την θέσιν κι' έτσι ήμεθα γειτόνοι εις το τραπέζι.
Μάθετε ότι είναι κατάμαυρο». Ο Τριστάνος γύρισε κατά τον τοίχο και είπε: «Δε μπορώ να κρατηθώ πεια άλλο στη ζωή». Είπε τρεις φορές: «Ιζόλδη, φίλη!» Την τέταρτη, παράδωσε την ψυχή. Τότε, σ' όλο το παλάτι έκλαψαν οι ιππότες, οι σύντροφοι του Τριστάνου. Τον εσήκωσαν από το κρεββάτι του, τον εξάπλωσαν σ' έναν πλούσιο τάπητα, και σκέπασαν το σώμα του μ' ένα σάβανο.
Οι Αθηναίοι τον έθαψαν μεγαλοπρεπώς και διά δημοσίας δαπάνης και επί πολύ τον επένθησαν. Το δε λίθινον κάθισμα, όπου συνείθιζε να αναπαύεται οσάκις εκουράζετο, επροσκύνουν και εστόλιζον με στεφάνους προς τιμήν του φιλοσόφου, θεωρούντες ιεράν και την πέτραν επί της οποίας εκάθητο. Την κηδείαν του συνώδευσαν όλοι, μάλιστα οι φιλόσοφοι, οίτινες και εσήκωσαν και μετέφεραν το πτώμα του μέχρι του τάφου.
Τράβα δρόμο σου. Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξη. Ο πατέρας σου άναψε. Τα λόγια του Νικολού ήρθαν ευθύς διάβολοι και του εσήκωσαν τα μυαλά. Δεν το παίρνεις, συλλογίζεται που να χαλάση ο κόσμος. Ή θ' ανεβώ με το μελάτι απάνω ή αφίνω τα κόκκαλά μου εδώ! Καθώς έκαμε να σπρώξη δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει στο στομάχι.
— Έτοιμος είμαι, είπεν ο βασιλεύς. Με πηγαίνουν καλά τα φορέματά μου; Και εγύρισε πάλιν εις τον καθρέπτην διά να δείξη ότι τα έβλεπε και του ήρεσαν. Οι αυλικοί, οι οποίοι είχαν χρέος να σηκώνουν την ουράν του βασιλικού μανδύου, έσκυβαν τα χέρια εις το πάτωμα, ωσάν να εσήκωσαν τας άκρας του φορέματος, και επήγαιναν κατόπιν από τον βασιλέα, και εκρατούσαν τον αέρα.
Και αφού με είδαν πως έπεσα εις βαθύτατον ύπνον με εσήκωσαν και οι δύο και με έρριξαν εις την θάλασσαν. Μα η θάλασσα όντας φουσκωμένη από αέρα, τα κύματα ωσάν να ήσαν προσταγμένα, από τον Ουρανόν δεν με εκαταβύθισαν, αλλά με έρριξαν εις την στερεάν υποκάτω εις μίαν ρίζαν ενός βουνού.
Έκαμε νεύμα και οι Αιγύπτιοι εσήκωσαν το φορείον, ενώ οι δρομείς έκραζον, συστρέφοντες τας ράβδους των: — Τόπον εις το φορείον του ευγενούς Χίλωνος Χιλωνίδου! Τόπον! Τόπον! Η Λίγεια, διά μακροσκελούς επιστολής, γραφείσης εν σπουδή, έλεγε διά παντός το «χαίρε» εις τον Βινίκιον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν