United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εφαίνοντο να είχαν συλλογισθή πώς θα μεταφέρουν τόσα αγγεία πήλινα και τόσας ράβδους σιδηράς, και πώς θα τας εξασφαλίσουν. Πλην ο Λουκάς ο Μπούνος εφαίνετο να είχε τους σκοπούς του δι' αυτό.

Αι πεπλοφόροι γυναίκες και οι μεγαλοπρεπείς γέροντες επέβαινον ως επί το πλείστον υποζυγίων, ενώ οι υιοί των ή οι αδελφοί των, μακράς ράβδους φέροντες εις τας χείρας, έσυρον κατά μήκος του δρόμου τα ζώα με τα έμψυχα και τα άψυχα φορτία των. Τα παιδία πολλάκις εβάδιζον παίζοντα παρά το πλευρόν των γονέων των, και όταν εκουράζοντο ανήρχοντο επί ίππου ή ημιόνου.

Τότε περιεστοίχισαν τον Ανθύπατον επικαλούμενοι παρ' αυτού την επανόρθωσιν της αδικίας, έλεος και προνόμια. Έσχιζον τα ιμάτιά των ως δαιμονισμένοι. Και διά να κάμουν θέσιν οι δούλοι με ράβδους εκτύπων δεξιά και αριστερά. Όσοι ήσαν πλησίον της θύρας κατέβαινον, εν ώ άλλοι ανέβαινον ως η παλίρροια.

Εις την Πάπρημιν τηρούσι μεν τας αυτάς θυσίας και ιεροπραξίας ως εις τας άλλας πόλεις, όταν όμως ο ήλιος αρχίση να κλίνη προς την δύσιν, τινές μεν ιερείς ενασχολούνται περί το άγαλμα, άλλοι δε, οι περισσότεροι, κρατούντες ράβδους, ίστανται εις την είσοδον του ναού· ο λαός, ήτοι πολλαί χιλιάδες ανδρών, προσευχόμενοι, ίστανται συμπαγείς εις το αντίθετον μέρος.

Εξήλθε και η ηλικιωμένη γυνή, παρέλαβεν εις τας αγκάλας της και απεβίβασε και τον γέροντα πηδαλιούχον ως σάκκον πλήρη και αυτόν, όστις αμέσως με δύο χονδράς ράβδους επιστηριζόμενος ανήρχετο σιγά- σιγά τον ανήφορον, εν ώ αι τέσσαρες νεάνιδες και η άλλη γυνή, φορτωθείσαι ανά δύο ογκώδεις σάκκους, έσπευδον προς την οικίαν των, αφού προσέθεσαν εν ασφαλεία την λέμβον.

Καθ' όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος ότι δεν γλείφει τας χείρας του κυρίου του όταν ούτος τον δέρη, ότι δεν τρέχει άμα τον καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών διά λογαριασμόν του, φυλάσσων τα πρόβατά του, στρέφων επί της πυράς τον οβελόν και προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκεδάση υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών.

Έκαμε νεύμα και οι Αιγύπτιοι εσήκωσαν το φορείον, ενώ οι δρομείς έκραζον, συστρέφοντες τας ράβδους των: — Τόπον εις το φορείον του ευγενούς Χίλωνος Χιλωνίδου! Τόπον! Τόπον! Η Λίγεια, διά μακροσκελούς επιστολής, γραφείσης εν σπουδή, έλεγε διά παντός το «χαίρε» εις τον Βινίκιον.

Εντός του φορείου ήσαν η τήβεννος, η βουλευτική ρωμαϊκή εσθής, ενώ πέριξ του οι ραβδούχοι εσχημάτιζον ημικύκλιον. Οι ραβδούχοι εβύθισαν τους δώδεκα καταπέλτας των εις την απέναντι θύραν, με άλλας λεπτάς ράβδους δεμένας, και έν δερμάτινον λωρίον με πέλεκυν εις το μέσον. Τότε όλοι εφρικίασαν ενώπιον του μεγαλείου του ρωμαϊκού λαού. Το φορείον το οποίον έφερον οκτώ άνδρες εσταμάτησεν.

Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος: — Δυστυχία μου! . ., Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα του άφρισε: — Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν. — Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι. Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας. — Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν.

Μύλος τις εφαίνετο υποκάτω δεξαμενής, όστις άλλοτε πρέπει να είχε και τροχόν, ως ηδύνατό τις να συμπεράνη εκ της ρωγμής δι' ης εχύνετο το ύδωρ. Παρά το ερείπιον τούτο έβλεπέ τις κειμένας δέσμας καλάμων και ράβδους αιγοκλήματος, και ο κηπουρός εκάθητο, ή μάλλον έκειτο βλέπων μετά ζηλοτύπου οφθαλμού κύνα τινά, όστις ήτο εξηπλωμένος μακαρίως επί της πεπατημένης χλόης.