United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήλθε να διδάξη ότι ο Θεός δεν ήτο ιδέα αφηρημένη, πόρρω αφεστώσα και συγχεομένη εις το κυανούν, αλλ' ήτο ο Πατήρ πάντων, «εν ω ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», και ότι δεν αρέσκεται εις ολοκαυτώματα και θυσίας, αλλ' εις έλεον και δικαιοσύνην και αγάπην και ταπείνωσιν.

Οι προμαχώνες του πρώτου κύκλου είναι εκ λίθων λευκών, οι του δευτέρου εκ λίθων μαύρων, οι του τρίτου έχουσι χρώμα πορφυρούν, οι του τετάρτου κυανούν και οι του πέμπτου ερυθρόν ανοικτόν. Τοιουτοτρόπως όλων των κύκλων οι προμαχώνες είναι βεβαμμένοι με έν χρώμα, εκτός των δύο τελευταίων οίτινες έχουσι τους προμαχώνας των ο μεν επάργυρους ο δε επίχρυσους.

Όταν ο Ρούντυ έφθασεν επί τέλους την ανωτάτην του όρους επιφάνειαν, οπόθεν το μονοπάτι έφερε κάτω εις την κοιλάδα του Ροδανού, είδε προς την Σαμονύ, να στέκωνται εις τον διαυγή κυανούν αιθέρα δύο λαμπρά άστρα· έλαμπον και ακτινοβολούσαν και εσκέφθη την Μπαμπέττα, τον εαυτόν του και την ευτυχίαν του και με αυτήν την σκέψιν εθερμάνθη.

Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος: — Δυστυχία μου! . ., Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα του άφρισε: — Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν. — Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι. Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας. — Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν.

— Α! εφώνησε φαιδρά η αδελφή του Μιμίκου, μόλις ιδούσα την επιγραφήν. Το γράψιμον της Μαριγούλας! Και ανέγνω ταχέως: Προς τον Κ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ν Ξ υ δ ά κ η ν. — Τι να σου στέλλη άρα γε, Μιμίκο; ηρώτησεν αφελώς η Ελένη, και εστράφη μειδιώσα προς τον αδελφόν της, ενώ περίεργος η χειρ της ητοιμάζετο να σχίση το κυανούν περικάλυμμα.

Διότι έξ είναι τα είδη και των μεν και των δε, αν τις υποθέση, ως είναι εύλογον, ότι το φαιόν είναι είδος μέλανος. Υπολείπεται το ξανθόν, όπερ έχει αναφοράν προς το λευκόν, όπως ο λιπαρός χυμός σχετίζεται με τον γλυκύν. Το ερυθρόν και το ιοειδές και το πράσινον και το κυανούν κείνται μεταξύ του λευκού και του μέλανος, τα δε λοιπά χρώματα είναι μίγματα τούτων.

Ό,τι προ ολίγου εφαίνετο ως χαλκός, άμα ολίγον μετακινηθή, παρουσιάζει όψιν χρυσού, και εκείνο το οποίον εις το φως του ηλίου φαίνεται κυανούν, άμα σκιασθή, μεταβάλλεται εις πρασινωπόν• τόσον μεταχρωματίζεται εις το φως το πτέρωμά του.

Α! Ιδού ευθύς έν κ ά ρ ρ ο ν, του οποίου οι κάτοικοι διασκεδάζουσιν αναντιρρήτως, αδιαφορούντες αν διασκεδάζουν και οι θεαταί των. Ηλείφθησαν προχείρως ό,τι χρώμα είχε πρόχειρον ο γείτων των βαφεύς, άλλος κυανούν, άλλος ερυθρόν, άλλος κίτρινον, και άλλος ολιγαρκέστερος ολίγην ασβόλην από της εστίας του.

Θαρρείς και ανήλθες εις κυανούν της Μεσογείου θαλασσοπέδιον, υψηλά, προς τας κρυεράς αύρας, προς τα ολόδροσα μελτέμια. Η σκούνα, με όλα τα πανιά, χαριέντως κλίνουσα προς την μίαν πλευράν, ως επί κυανής κλίνης με το πλευρόν νύμφη, λοξοδρομούσα, προσεγγίζει οτέ μεν προς την Θράκην, οτέ δε προς την Ανατολήν. Ο Μαρμαράς, κατάξηρος, με τα λατομεία του και με τους κολιούς του τους μαρμαρινούς.

Αν όμως το εν γένει ύδωρ και το ειδικόν, το έγχρωμον ύδωρ, ήσαν έν και το αυτό ύδωρ, η ειδοποιός αύτη διαφορά θα ήτο προς αυτό το ύδωρ και το ύδωρ θα ησθάνετο. Και αν και εγώ δεν ηδυνάμην να βλέπω ειμή μόνον το κυανούν, ο περιορισμός ούτος θα ήτο ποιότης, ήτις θα εταυτίζετο με εμέ, θα απερρόφα το είναι μου.