United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είντά 'παθα; Είντα κατασκέπαση 'ν' αυτή που μ' έπιασεΚαι διακόπτουσα την ανθοσυλλογήν, εστέκετο ακίνητος επί αρκετήν ώραν και παρετήρει κάτω εις την ανοικτήν έκτασιν των λιβαδιών, χωρίς να βλέπη τίποτε, αφηρημένη, με το βλέμμα κενόν. Αόριστος ανησυχία περιέσφιγγε την καρδίαν της.

Το τρίτο στάδιο είναι όταν η Ζωή αρχίζη να επικρατή και διώχνη την Τέχνη έξω στην ερημιά. Αυτό είναι η αληθινή παραμονή στην Τέχνη κι απ' αυτό υποφέρομε σήμερα. »Ας πάρουμε την περίπτωση του αγγλικού δράματος. Στην αρχή στα χέρια των μοναχών η δραματική τέχνη ήταν αφηρημένη, διακοσμητική και μυθολογική.

Επάνω, εις τα Καμπιά, εις το υψηλόν οροπέδιον, όταν έφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη η Φραγκογιαννού, εστάθη, εγύρισε προς τον κατήφορον, οπόθεν είχεν έλθη, κ' εκύτταξε μην ίδη ή ακούση σκιάν ή βήμα τρέχοντος λαγωνικού, χωροφύλακος. Δεν εφαίνετο τίποτε. Αλλ' όμως δεν ησθάνετο εαυτήν εν ασφαλεία. Εστάθη ως αφηρημένη κ' εσκέπτετο. Έκαμνε κάτι ως μαθηματικόν υπολογισμόν.

Και εκεί μετά ώραν ακούει εις τον ύπνον της φωνάς και γέλωτας: Καλή χρονιά! Καλή χρονιά! Είχεν απολύσει η λειτουργία και μετέβαινεν ο κόσμος από τον ναόν εις τους οίκους με χαράν και αγαλλίασιν. Αφυπνίσθη η Μαργαρώ και ακουσίως εστάθη και ήκουεν αφηρημένη τους γινομένους έξω διαλόγους των ανθρώπων, οίτινες με βήματα προσεκτικά κατέβαινον την λιθοστρωμένην οδόν.

Ήλθε να διδάξη ότι ο Θεός δεν ήτο ιδέα αφηρημένη, πόρρω αφεστώσα και συγχεομένη εις το κυανούν, αλλ' ήτο ο Πατήρ πάντων, «εν ω ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», και ότι δεν αρέσκεται εις ολοκαυτώματα και θυσίας, αλλ' εις έλεον και δικαιοσύνην και αγάπην και ταπείνωσιν.

Και ενθυμουμένη διάφορα επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν.

Αλλά τι μας λεν οι μεθύστακες και φωνακλάδες χωρικοί της Ολλανδικής Τέχνης για τη μεγάλη ψυχή της Ολλανδίας; Όσο πιο αφηρημένη και πιο εθνική είναι μία Τέχνη, τόσο περισσότερο μας ξεσκεπάζει τον χαρακτήρα της εποχής της. Αν θέλουμε να νοιώσουμε με το μέσον της Τέχνης ένα Έθνος, να κυττάξουμε την αρχιτεκτονική ή τη μουσική του. ΚΥΡΙΛΛΟΣ. — Συμφωνώ τελείως με σένα σ' αυτό.

Ο Πλάτων λέγει, ότι είναι δύσκολον να εννοηθή η ιδέα της ύλης, διότι αληθώς είναι δυσχερής ο ορισμός αυτής, αλλά και διότι αυτός ο φιλόσοφος, όπως θεωρεί πάσας τας ιδέας εκτός της συστηματικής υπάρξεως αυτών, ούτω και την ύλην, αποκόπτων από του όλου και εξετάζων αυτήν εν τη αφηρημένη ταύτη καταστάσει της, συλλαμβάνει ως την απόλυτον αδιοριστίαν.

Σκληρός πως έχω «αφηρημένες ψύχωσες». Ίσως, μα δεν είναι λιγώτερο ευγενικές από μιαν άλλη επίσης «αφηρημένη ψύχωση» που ξέρω, το θεωρητικό σοσιαλισμό. Γιατί, καθώς είπα, και ο σοσιαλισμός από αίσθημα μεταμορφώνεται και γίνεται θεωρία ιδανικό, ψύχωση, και ουτοπία, όπως κάθε άλλο ανθρώπινο αίσθημα, όσο και αν προέρχεται από συγκεκριμένους λόγους. Και με κατηγορεί ο κ.

Η Θωμαή, αφηρημένη, έβλεπε τους παρά την είσοδον παρατεταγμένους υπαλλήλους του ξενοδοχείου, προσπαθούσα να διακρίνη τινά με χρυσήν καδένα και ολονέν είλκε προς τα κάτω τον μπάρμπ'-Αναγνώστην, όστις κοντοστεκόμενος πάντοτε κ' επτοημένος έλεγε: — Μα του κάκου! Αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν συχνά ταξείδια. Δεν θάνε δω ο Λαλεμήτρος. Αυτός θα μας έβλεπε τώρα, τόση ώρα.