United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πεινών, διψών, γυμνητεύων εσύρετο ο Έλλην μαχητής από χαράδρας εις κρημνόν και από κρημνού εις υπόγεια και ζοφερά σπήλαια, μετακομίζων αείποτε τον μυστικόν θησαυρόν του και προσδοκών καθ' εκάστην ν' ακούση αντηχούν εις τας ακοάς του, το θυελλώδες πτερύγισμα του άνακτος των ορνέων και να ίδη επανερχομένην την βασιλείαν του Σταυρού του.

Κι' ανίσως πλανεμένος Κανείς εδιάβαινε απ' εκεί κ' ένοιωθε τα σαράκια Να πριονίζουν άγρυπνα τα κούφια κατακλείδια, Κι' ολονυχτύς να τρίζουνε, έκανε το σταυρό του Κι' ούτε που γύριζε να ιδή το φοβερό το δέντρο, 'Σ τη μαύρην την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος, Γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος, Ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.

Πόθεν άρα ωρμήθη να το κάμη; Ίσως διότι ήλπιζε διά της εθελοθυσίας ταύτης, της προσφερόμενης εις την φειδωλήν Μοίραν, ν' αξιωθή να γείνη και αυτός πλοίαρχος μίαν ημέραν; ίσως και απλώς διά να τον ιδή η Πολύμνια; Ούτε το έν, ούτε το άλλο. Ο Χριστοδουλής είχεν έλθει, ολίγον αργά εις το ναυπηγείον, όταν είχεν αφαιρεθή η σανίς η χρησιμεύουσα ως κλίμαξ και αι αντηρίδες είχαν ήδη υποσκαφή.

Η μαγείρισσα επρόβαλεν εις την θύραν, κατεσκόπησε δεξιά και αριστερά την οδόν, ουχί μήπως ανακαλύψη ερχόμενον το αμάξιον της καθαριότητος, αλλά μήπως ίδη που κοκκινίζοντα πρωινόν τινα κλητήρα, και αφού επείσθη, ότι πάντα ηρεμούσιν, ότι ουδέν εχθρικόν βλέμμα την κατοπτεύει, ανέτρεψε διά μιας τον τενεκέν τηςόχι προ της εξωθύρας του οίκου εν ώ υπηρετεί, αλλά προ της γειτονικής συνήθως, ίνα σώση οπωςδήποτε την φιλοτιμίαν των κυρίων τηςκαι εξηφανίσθη ταχεία εις τα βάθη της οικίας.

Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Από πολλού επεθύμει να Τον ίδη ένεκα των φημών τας οποίας είχεν ακούσει· και ο φονεύς ούτος των προφητών ήλπιζεν ότι ο Ιησούς, χάριν φιλοφροσύνης προς την Βασιλείαν, θα ετέλει θαύμα τι όπως τέρψη την χάσκουσαν περιέργειάν του. Προσεφώνησε και ηρώτησε τον Ιησούν διά πολλών λόγων, αλλά δεν εκέρδισεν ουδέ συλλαβήν εις απάντησιν.

Και ακριβώς εις την συνοικιζομένην πόλιν της Κρήτης είναι πρέπον να προσπαθήση αύτη να αποκτήση φήμην από τα άλλα έθνη όσον το δυνατόν ωραιοτέραν και καλλιτέραν ως προς την αρετήν, υπάρχει δε μεγάλη ελπίς καθ' όλα τα φαινόμενα, εάν έλθουν τα πράγματα ευνοϊκά, να την ιδή ο ήλιος και οι άλλοι θεοί μίαν από τας σπανίως ευνομουμένας πόλεις και χώρας.

Αλλ' εκεί που έβλεπε, της εφάνη ότι δεν ήτο θάλασσα τάχα, αλλά καθρέπτης, ένας ολόλαμπρος γυαλιστερός καθρέπτης, και βλέπουσα εν αυτώ, αντί να ίδη τάχα το πρόσωπόν της, έβλεπε το πρόσωπον του υιού της, εν ωραία ανδρική όψει μειδιώντος και θέλοντος να την ασπασθή. Ω λογισμοί έκφρονες της πολύ αγαπώσης μητρός!

Είχε περιέργειαν να ίδη πού θα διηυθύνετο η ξένη. Φθάσασα η νέα εις το σύμπλεγμα των βράχων, ων όπισθεν είχε κρυβή από των όψεων αυτής η ξένη, παρετήρησε, και είδε, πράγμα παράδοξον, ότι αύτη δεν ήτο ορατή πλέον, καθ' όλον το μήκος της οδού. Κάτωθεν εσχηματίζετο πεδιάς, το μέρος δ' εφ' ου ίστατο η Αϊμά, ήτο υψηλότερον και ουδέν απεκρύπτετο από των οφθαλμών του εκείθεν θεωμένου.

Τρέχει ο πατέρας με το Γιαννάκητα χέρια, φθάνει και η Βασιλική · η Φωτεινή σηκώνεται να τους αγκαλιάση, την πέρνουν εκείνοι μέσα. Έξαφνα όμως ένας δυνατός κρότος ακούεται έξω. — Σεισμός, εφώναξεν η μητέρα και εσταυροκοπήθη. Ο πατέρας έτρεξε με το φώς εις το χέρι, αλλά τι να ίδη. Εστάθη εμπρός εις την θύραν, χωρίς να ημπορή να ομιλήση.