Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Ουδένα είχε σκοπόν το βήμα του. Ήθελεν απλώς να περιέλθη την πόλιν, και να ίδη τας εξωτερικάς και ορατάς ούτως ειπείν προόδους της.
— Θανάση, σχώρεσέ μας. — Εσείς μ' εμέ, κ' εγώ με σάς... Συχωρεμένοι νάσθε. — Όσοι είστε ακόμα ζωντανοί, ελάτε ολόγυρά μου ... Φωνάζει ο Διάκος, κ' έρχονται... Δε μένουν παρά δέκα. Ο ήλιος στέκει για να ιδή. Κάδε στιγμή πού φεύγει Τους έσφιγγε στενά στενά 'ς την αγκαλιά του ο Χάρος.
Ας είμεθα μικροί άνθρωποι, δεν είμεθα της ελεημοσύνης. Του λόγου της θαρρεί ότι αν δεν φορής φράγκικα και καπελίνι δεν είσαι άνθρωπος! Να 'πάγω, λέγει, 'ς το Νοσοκομείον! Όγεσκε, εδώ θα μας ιδή ο ιατρός και ας τον πληρώσω! Και λέγουσα ταύτα έθεσε την χείρα εις τον κόλπον διά να ψαύση το αργύριόν της.
Ύστερα ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλια της. — Τόσον ωραία, θα τρελλαθή όταν ιδή αύριο ο βασιλιάς τη βασίλισσά του... Άνοιξε ένα ασημόχρυσο κουτί κ' έκρυψε μέσα το πολύτιμο πετράδι. Και μ' ένα χαρούμενο τραγουδάκι άρχισε να βγάζη τα πλούσια φορέματα, νοιώθοντας τα βλέφαρά της να βαραίνουν από μια γλυκύτατη νύστα. Σε μια γωνιά της κάμαρης ήτανε πεταμένη η μεγάλη κερένια κούκλα.
Αναμφιβόλως ο Ματθαίος είχεν ακούσει τινάς εκ των λόγων, είχεν ιδή τινα εκ των θαυμάτων του Χριστού· Η καρδία του συνεκινήθη, και εις τα όμματα Εκείνου όστις ουδένα περιεφρόνει και περί ουδενός απήλπιζεν, ο τελώνης καθώς εκάθητο επί το τελώνιον, εφάνη πρόθυμος εις την πρόσκλησιν.
Μετά τους κώδωνας θα ηγείροντο αι μοναχαί, θα διέβαινον διά του διαδρόμου, θα συνέρρεον εις τον ναόν, και ήτο δυνατόν ν' ακούση τις αυτόν τον κρότον της σφύρας, ως επίστευεν ο άνθρωπος ούτος, ή και να προκύψη διά τινος θυρίδος να τον ίδη ασχολούμενον εις την ύποπτον εκείνην επιχείρησιν. Εκάθισεν ολίγον επί της σανίδος του, όπως αναπαυθή, και εσκέπτετο τι να κάμη.
Αλλά την επομένην ημέραν η Χρυσόθεμις λησμονούσα την ύβριν, εζήτησε να τον ίδη και τον ωδήγησε πάλιν εις τον οίκον της. Εδείπνησαν εις την οικίαν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι από πολλού είχε βαρυνθή τον Πετρώνιον και ότι η καρδία της ήτο ελευθέρα. Επί οκτώ ημέρας έμειναν ομού. Αι σχέσεις των εν τούτοις δεν εφαίνοντο ότι έμελλον να είναι διαρκείς.
Και όμως αυτή τη στιγμή, που είμαι μελαγχολική, ο νους μου πετά σ' εσένα και θέλω να σου πω τόσα-τόσα πολλά.....Θα σου γράψω αργότερα ένα εκτεταμένο γράμμα. Πες μου όμως πρώτα πως δεν θα ζηλέψης αν σου ξεμολογηθώ πως. . . . ΝΙΚΟΣ — Δώρα . . . Αχ! Θεέ μου. Πώς ήρθατε εδώ κύριε Νίκο. Αν μας εύρουν μονάχους! Πώς τρέμω. Μη φοβάσαι, Δώρα. Δεν είναι κανένας να μας ιδή. Όλοι είναι κάτω στο καφενείο.
Ο χωρικός ωδήγησε τότε τον ξένον του εις το δωμάτιον, όπου ητοιμάζοντο να κοιμηθώσι τα τέκνα του· τον παρεκάλεσε δε να περιμείνη μίαν στιγμήν, και αμέσως έτρεξε να ίδη, πώς είναι η πάσχουσα σύζυγός του· μετ' ολίγον δε επανήλθε φέρων προς τον ξένον άρτον και λάχανα ξυνά, μη έχων καλλιτέραν τροφήν να τω προσφέρη.
Πώς να την ιδή ευτυχισμένη και δοξασμένη, καμάρι των φίλων, αγκάθι των οχτρών της. Ακόμα και οι τωρινοί κόποι του για κείνη γίνονταν. Να δείξη στον κόσμο τη σειριά της· να την θαυμάσουν και να την προσκυνήσουν οι αιώνες. Μα εκείνη αντί να τον συντράμη στον αγώνα, τον άφησε μάρμαρο. Είνε ή δεν είνε ν' απελπίζεται κανείς! — Γιατί, μαννούλα μου, γιατί; εψιθύρισε παραπονεμένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν