Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Κοιμούνται γύρω τα περιβολάκια με τα ψηλά κυπαρίσσια τους, πέρα τ' αμπέλια μόλις χωρίζουν και το ποταμάκι κάτω πόπλυνε τόσες όμορφες μέρες τα ρούχα της η νύφη, ακούεται σα να κλαίη παραπονεμένα κι αυτό, για τον ξενιτεμό της. Φεύγουν φεύγουν κι από μπρος της φεύγει κ' η αγαπημένη όψη του χωριού της, πόζησε σ' αυτό όλη τη ζωή της για ν' ακολουθήση τόρα τον ξένο αυτόν τον άντρα της.

Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν, Ακούν πουλιά και κελαϊδούν, ακούν πουλιά και λένε· "Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Λωλά πουλιά κι ας κελαϊδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.„ "Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα, Να περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πως περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Πουλάκια 'νε κι ας κελαϊδούν, πουλάκια 'νε κι ας λένε.„ "Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις!„ "Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Άη Γιάνη, Και θέμιασέ μας ο παππάς με περισσό λιβάνι.„ Και παραμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε.

Το προβατάκι τ' ασπρόμαλλο με τη μεγάλη κουδούνα στο λαιμό, θα χάση πάλι το δρόμο του, και θα βελάζη παραπονεμένα. Θα σε δη, θα σ' αναγνωρίση και θαρθή να γλύψη με την τριανταφυλλένια γλώσσα του το μοβ φορεματάκι σου, και συ θα το φιλήσης. Και τα καστανά μαλλάκια σου θα σμίξουν με τα χιονάτα κι ολόσγουρα δικά του.

Ο Σορόκος, ο Γαρμπής, ο Γρέγος, ο Πουνέντες όλοι τι άλλο είνε παρά στοιχειά, που αναταράζουν τη θάλασσα και καταντούν για μιας άχρηστα σανίδια τα καμαρωτά πλεούμενα; Μωρέ λόγο που μας τον είπε κι' ο Γιαννιός! Εκείνος εγύρισε και τον είδε με βλέμμα παθητικό και αδύνατο. — Μα τι πειραχτήριο είσαι συ δε μου λες; του είπε παραπονεμένα. Ποιος διάολος σ' έφερ' εδώ μέσα για τις αμαρτίες μου.

Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκιΔε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη... Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.

Και τα μικρά παιδάκια τον κύτταζαν ολοτρόγυρα μ' ανοικτό το στόμα. Άλλος πάλι έλεγε πως τον είδε να κάθεται ώρες στη ρίζα ενός δένδρου, και να κυττάη τον ουρανό με τα μεγάλα παραπονεμένα μάτια του. Όταν περνούσε όμως βιαστικά από μέσα απ' τη χώρα, τα παιδιά τρέχανε από πίσω του. «Αι! Αι! ο τρελλός...» Ύστερ' από καιρόν ο τρελλός, όπως φανερώθηκε άξαφνα, έτσι άξαφνα και χάθηκε.

Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο, άιντε μωρ' ινγκιούαρ μπρετ ισκηπετάρβε! Μαζί με τα λόγια του Τζαφέρη σταματάει κ' η πέννα μου εδώ, γιατ' αναγιόμωσαν δάκρυα τα μάτια του δόλιου αρβανίτη. Ο Σκέντος, ο Λιούλιος κ' οι άλλοι οι συντρόφοι τους αναδάκρυσαν παρόμοια κι αυτοί κ' εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες.

Πώς να την ιδή ευτυχισμένη και δοξασμένη, καμάρι των φίλων, αγκάθι των οχτρών της. Ακόμα και οι τωρινοί κόποι του για κείνη γίνονταν. Να δείξη στον κόσμο τη σειριά της· να την θαυμάσουν και να την προσκυνήσουν οι αιώνες. Μα εκείνη αντί να τον συντράμη στον αγώνα, τον άφησε μάρμαρο. Είνε ή δεν είνε ν' απελπίζεται κανείς! — Γιατί, μαννούλα μου, γιατί; εψιθύρισε παραπονεμένα.

Μαζί με τα λόγια του Τζαφέρη σταματάει κ' η πέννα μου εδώ, γιατ' αναγιόμωσαν δάκρυα τα μάτια του δόλιου αρβανίτη. Ο Σκέντος, ο Λιούλιος κ' οι άλλοι οι συντρόφοι τους αναδάκρυσαν παρόμοια κι αυτοί κ' εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν