Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Κι ως τόσο μύριους και μύριους ζωντανοθαμμένους να ονειρεύεσαι, αρίθμητους πλακωμένους και να βογκούνε, πάλε δε θα σου παρασταίνουν το βογκητό της καρδιάς μου. Αχ Κωσταντάκη μου, Κωσταντάκη! Έφυγες, και πια δε θα ξανάρθης στη μάννα σου. Έρμη την αφήκες και δίχως παιδί στο πλευρό της. Τρέλλα, τρέλλα με πιάνει! Ας έρθη κι ας με πάρ' η τρέλλα στα τετράνοιχτά της φτερά, κι ας με σύρη στανάθεμα!
Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν, Ακούν πουλιά και κελαϊδούν, ακούν πουλιά και λένε· "Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Λωλά πουλιά κι ας κελαϊδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.„ "Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα, Να περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πως περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Πουλάκια 'νε κι ας κελαϊδούν, πουλάκια 'νε κι ας λένε.„ "Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις!„ "Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Άη Γιάνη, Και θέμιασέ μας ο παππάς με περισσό λιβάνι.„ Και παραμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε.
Αχ, και να είχες μάτια να τα δης αυτά, Κωσταντάκη, που σε κουβαλούνε, κ' έννοια δεν την έχεις τη ρήμαξη που αφίνεις μέσα στ' αρχοντικό σου. Ποιός τόλεγε, Πιπινιώ μου, πως σε τρία φεγγάρια μέσα είτανε γραμμένο να τα φάη το χώμα και τα τρία ταδέρφια. Πιπ. Και που έκαμε μαθές νισάφι ο απόνετος ο χάρος να κάμη και δω. Πέντε πέντε και δέκα δέκα τους θερίζει μαζί καθεμέρα.
Τι γελάτε εσείς, μαριολοκόριτσα. που ο νους σας είνε πιώτερο στους γαμπρούς παρά στις νύφες; τάχα να σώθηκαν τα τραγούδια σας; Εσένα νύφη πρέπει σου κορώνα στο κεφάλι. Κωστ. Ακόμα εσείς; Έρχουνται τα παιχνίδια. Ο γαμπρός και η παρέα στην εκκλησιά. Πάνε να καούν οι μισές λαμπάδες. Γαρουφ. Ένα τραγούδι ακόμα, κυρ Κωσταντάκη, και τελειώνουμε. Είνε της μάννας αυτό το τραγούδι. Κωστ.
Ο Παναγής τώρα τόλπιζε πως θα τον αφήση ο Καραθανάσης να παντρευτή, και του φανέρωσε πάλι μια μέρα τη λαχτάρα του. — Θα μου πης πως τον έχουμε πια τώρα τον Κωσταντάκη, του λέει ο Καραθανάσης, μ' ας κάμουμε άλλο ένα ταξίδι, και βλέπουμε. Πηγαίνει τότες ο Παναγής στη γριά την πεθερά του, και της λέει· — Κατάλαβα· ο γέρος θέλει να με ψήση στη φωτιά πρώτα. Φιλώ λοιπόν το χέρι σου, και μισεύω.
Δεν αποκότησε να μας κάμη, λέει, προξενειά, γιατί είνε, λέει, από φτωχικό σόγι, και φοβούνται πως δεν θα πούμε το ναι. Μα τόμαθα από μέρος καλό πως μας θεν. Η Κουταλιανή μου το ξεμυστηρεύτηκε. Πες μου τώρα, Κωσταντάκη μου' μια κ' είνε όμορφο και τίμιο και καλόγνωμο το παιδί — και το ξέρω πως είνε — δεν έχουμε μαθές βιος και για κείνονε; Κωστ.
"Ω, Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις, Τέτοιαν πανώρια λυγερή να σέρνη απεθαμμένος!„ Τάκουσε πάλε η λυγερή και ράγισε η καρδιά της· "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πες μου, πουν τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;„ "Μεγάλη αρρώστια μ' έβρηκε, μ' έρριξε του θανάτου· Μου πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.„
Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια. Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη.
— «Τον έχουμε, τον έχουμε πια τώρα στο χέρι τον Κωσταντάκη» τους φώναζε μια μέρα κάπου κοντά στα Ψαρά, τότες που γύριζε ο Κανάρης από τη Χίο. «Αυτός ο Κωσταντάκης θα μας φέρη τον άλλονα». Κ' οι ναύτες τονε σηκώνανε στον ώμο τους από τη χαρά. Αυτή την εποχή κατέβηκαν κι άραζαν στο δοξασμένο νησί τους, ύστερ' από δώδεκα μήνες δουλειά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν