Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Πάμε να καθήσουμε εκεί στου πλατάνου τον ίσκιο, να ξεκουραστούμε λιγάκι, να μη χάνουμε και τα λόγια μας, μόνο νακούσουμε τι είνε που λέει ο γελαστός εκείνος ο Παπάς που συντυχαίνει ενός Κοσμικού. Τον έχουν εδώ για τρελλό τον παπά Χαραλάμπη. Τρελλό, γιατί αποκότησε να βγάλη στη μέση ιδέες κι αυτός! Θαρρώ πως για τη μεγάλη του την ιδέα κουβεντιάζει τώρα, κι αξίζει να τον ακούσουμε.
Πρόσταξε τότε να δέσουν τον ξένο, που αποκότησε να πατήση το περιβόλι του βασιλιά, και να τον πάρουνε μακρυά από τη χώρα του να τον ρίξουν στάγρια θηοία. Κι' από το κακό του πρόσταξε να κτίσουν ένα σιδερένιο πύργο και να κλείσουν μέσα τη βασιλοπούλα. Η βασιλοπούλα άρχισε τα κλάματα και τα παρακάλια, μα ο βασιλιάς δεν άλλαζε γνώμη.
Δεν αποκότησε να μας κάμη, λέει, προξενειά, γιατί είνε, λέει, από φτωχικό σόγι, και φοβούνται πως δεν θα πούμε το ναι. Μα τόμαθα από μέρος καλό πως μας θεν. Η Κουταλιανή μου το ξεμυστηρεύτηκε. Πες μου τώρα, Κωσταντάκη μου' μια κ' είνε όμορφο και τίμιο και καλόγνωμο το παιδί — και το ξέρω πως είνε — δεν έχουμε μαθές βιος και για κείνονε; Κωστ.
Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τονε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει.
Κι' η Θέτη πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν 535 που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του.
Στα γεράματα κι αυτός σηκώθηκε και μου γύρευε παντρειές. Κι αντίς να διαλέξη καμιά μεσόκοπη σαν και λόγου του, παίρνει ένα θεριωμένο αγριολούλουδο από τον Ψηλότοπο, δίχως μάνα και δίχως αδερφή, ένα γέρο πατέρα μοναχά, που αποκότησε και την έστειλε του γέρο Θωμά, να σκαρώση σπιτικό στο χωριό μας. Βλέπεις, ο Θωμάς δε ζητούσε και προίκα^ μα είχε και καλή καρδιά ο Θωμάς.
«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει, μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά! Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό· το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη, να βάλη πιο ψηλά σου το λαό. Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη, στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή· ό τι στεριώθη μ' αίμα δεν το αφίνει από δούλους κανείς να πατηθή.
Όντας όμως ο Άρειος μεγαλάνθρωπος, αγέρωχος, και μ' αρχοντάδικη θεωρία, σα να του πήρε τον αέρα του γέρου, κ' έτσι δεν αποκότησε να του μιλήση και καθώς του άξιζε.
Κι όταν ήρθε η ώρα να ρημάξη ο τόπος, και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην απομείνη, όταν ξεψύχησε κι ο στερνός ο ήρωας, και διώχτηκε η Αρετή από κάθε χώρα, κάθε κάμπο και κάθε καλύβι, πάλι δεν αποκότησε η Ελληνόκαρδη Θεά να την αφήση ολότελα την αγαπημένη της γη, μόνο περίλυπη πήρε τα ψηλά τα βουνά, και πλανιούνταν εκεί πανέρημη, αγνώριστη, καταφρονεμένη.
Το μήλο πήρε η Αφροδίτη βραβείο της ομορφιάς της· τούτο κ' εγώ για βραβείο σου δίνω· έχετε κ' οι δυο τούς ίδιους κριτάδες σας· εκείνος ήτανε βοσκός· εγώ γιδάρης. Αφού είπεν αυτά το βάνει στο κόρφο της· κ' εκείνη, όταν εσίμωσε, τον εγλυκοφίλησε. Κ' έτσι ο Δάφνης δε μετάνοιωσε που αποκότησε ν' ανέβη τόσο ψηλά, επειδή επήρε φιλί καλύτερο κι από το χρυσό μήλο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν