Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Είπα, κ' εκείνος εύχονταντον μέγαν Ποσειδώνα, 'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια• «ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη• αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης ο Οδυσσηάς ο πορθητήςσπίτι του να φθάση 530 Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης• αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του, το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα, ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος, με ξένην πλώρη, και κακάτο σπίτι μέσα ναύρη». 535

Δεν τούβγαλε όμως τ' άρματα· τι τρέξανε τριγύρω οι Θράκες, σιώντας τα μακριά στα χέρια τους κοντάρια, κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος, πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει. 535 Έτσι έμειναν κοντά κοντά οι διο τους ξαπλωμένοι στις σκόνες μέσα, των Θρακών ο ένας καπετάνιος, ο άλλος των χαλκόπλιστων πρωτάρχος Επειγώνε· μα κι' άλλα πέφτανε πολλά τριγύρω παλικάρια.

Έτσι και του Πηλιά οι θεοί καμαρωμένα δώρα από μικρό του χάρισαν, και τους θνητούς νικούσε 535 όλους σε πλούτος κι' αγαθά, των Μυρμιδόνων άρχος, και τέρι τούδωκαν θεά, θνητός κιας είταν έτσι.

Μον έσφαλε το ρίξιμο και δεν τον ευτυχάει· 535 Και στην πατούσα ξώδερμα τον χαμογρατζουνάει· Ξεφεύγει ο Φουσκομάγουλος του χάρου το δρεπάνι, Και προς τη λίμνη ογλήγορος τη στράτα τότε πιάνει· Ο Ψωμοφάγος άσειστος στο ό,τι μελετάει, Με βιαστικά πατήματα κατόπι του ακλουθάει· 540 Μηδέ η καρδιά του το' στρεγε να τον απαρατήση Χωρίς νεκρόν να τον ιδή· το αίμα να του χύση.

Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό. 525 Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό. Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι 530 Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, 535 Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί·

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου• πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα. ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. 495 των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοιτον γυρισμό•τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν. ένας ακόμη ζωντανόςτα πέλαγα κρατιέται• και ο Αίαςτα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη• εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, 500 τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη• κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης• αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη• πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος• ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, 505 και άδραξ' ευθύς την τρίαινατα χέρια τ' ανδρειωμένα, την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε• ένα μέρος έμειν' αυτού•το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη, 'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη, κ' έφερνε αυτόντον άπειρον κυματισμένον πόντο. 510 έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη. και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα μες τα βαθειά καράβια του• τον έσωσεν η Ήρα. αλλ' όταν εκοντόφθανετο όρος του Μαλέα το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη 515την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε. και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους, κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαντην πατρίδα, εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. 520 κ' εκείνος μ' αναγάλλιασιτο πατρικό του χώμα επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα• και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο 525 δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα, μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα• και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη. κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε• είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος 530 τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν• και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση, με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα. τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδιτο παχνί του. 535 και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη, ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τουςτο σπίτι εφονευθήκαν.

Και σαν τον είδε ο ξακουστός λυπήθηκε Αχιλέας, και πάει στη μέση στέκεται και λέει αφτά τα λόγια 535 «Πιο πίσω ο πιο καλύτερος μάς έρχεται· μα ελάτε βραβείο εδώ ας του δώσουμε σαν που του πρέπει, αδέρφια, το δέφτερο· όμως του Τυδιά το πρώτο ο γιος ας πάρειΈτσι είπε, κι' όπως όριζε ναι τ' απαντήσανε όλοι.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν