United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη 95 απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα, και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν•εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων, κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. 100 και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι, κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις, και των συνδείπνων έφεγγαντα δώματα την νύκτα. πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις• άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο, άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, 105 καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται• κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι. και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν να κυβερνούντην θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις είναι η γυναίκεςτο πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει 110 έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει, και της αυλής έξω, σιμάτην θύρα, μέγας κήπος τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης. δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα• απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, 115 και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις. είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει, χειμώνα, είτε καλόκαιρον• αλλ' άπαυτα φυσώντας αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα. γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, 120 και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο. και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο, 'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι και από τον ήλιο φρύγεται• σταφύλια άλλα τρυγούνται, άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις 125 ακόμη μες το ξάνθισμα• να βάφουν αλλ' αρχίζουν. και τεχνικώταταις βραγιαίςταις άκραις έχει ο κήπος κάθε λογής, και ολόχρονατην πρασινάδα λάμπουν. δυο βρύσες μέσα• απλόνεταιόλον τον κήπο η μία, εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει 130 προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις. τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα.

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου• πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα. ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. 495 των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοιτον γυρισμό•τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν. ένας ακόμη ζωντανόςτα πέλαγα κρατιέται• και ο Αίαςτα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη• εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, 500 τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη• κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης• αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη• πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος• ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, 505 και άδραξ' ευθύς την τρίαινατα χέρια τ' ανδρειωμένα, την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε• ένα μέρος έμειν' αυτού•το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη, 'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη, κ' έφερνε αυτόντον άπειρον κυματισμένον πόντο. 510 έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη. και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα μες τα βαθειά καράβια του• τον έσωσεν η Ήρα. αλλ' όταν εκοντόφθανετο όρος του Μαλέα το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη 515την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε. και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους, κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαντην πατρίδα, εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. 520 κ' εκείνος μ' αναγάλλιασιτο πατρικό του χώμα επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα• και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο 525 δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα, μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα• και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη. κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε• είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος 530 τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν• και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση, με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα. τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδιτο παχνί του. 535 και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη, ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τουςτο σπίτι εφονευθήκαν.