United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτο το μήλο καθώς το είδεν ο Δάφνης έτρεξε να το κόψη, ανεβαίνοντας εκεί επάνω, και δεν άκουσε τη Χλόη που τον εμπόδιζε. Κ' εκείνη, σαν δεν την άκουσε, έφυγε τρέχοντας προς τα κοπάδια. Ο Δάφνης όμως, αφού ανέβηκε, κατώρθωσε να το κόψη και να το πάη δώρο στη Χλόη· και τέτοια λόγια είπε σ' αυτή, που ήτανε θυμωμένη.

Διότι είπαμεν ότι από τον εαυτόν του εκπορεύονται όλα τα φιλικά αισθήματα και διά τους άλλους. Αλλά και αι παροιμίαι όλαι συμφωνούν• λόγου χάριν το : «μία ψυχή» και «κοινά τα των φίλων», και «ισότης αδελφότης» και «το μήλο πέφτει κάτω απ' τη μηλιά». Διότι όλα αυτά κυρίως υπάρχουν ως προς τον εαυτόν του. Δηλαδή κυρίως είναι φίλος του εαυτού του.

Ήτανε πάντα ακατάδεχτος και ό,τι δεν φαινόταν δυνατό κι' ωραίο, το απόφευγε, το σιχαινόταν. Ωιμένα! ω! ω! σ' αυτή τη γδύμνια ήλπιζα εγώ ποτέ μου να σε ιδώ, Δημήτριε! Φως των ματιών μου κι' από το μήλο πειο γλυκό, τ' ήταν αυτό το ξαφνικό; Τα γόνατα μου από το φόρτωμα λυγάνε της δυστυχίας. Θόλωσαν τα μάτια μου. Βοάνε τ' αυτιά μου. Λυπηθήτε με, Μαννάδες. Κάτω θε να σωριαστώ. Κρατήστε με.

Έξω βρήκα τη Δρακογιώργαινα και μούπε πως το Βαγγελιό ήτον ακόμη άρρωστη κιόλο στο χειρότερο πήγαινε. Πετσί και κόκαλο είχε γίνει, Από κείνο που μούπε η μάνα μου, ότι δεν πιάνει άθρωπος χρυσό μήλο από τα χέρια τση κιαπ' όσα μούπε η γυναίκα του Δρακογιώργη, το Βαγγελιό παρουσιαζότανε στη φαντασία μου σε θλιβερώτατη κατάσταση.

Λέχτηκε πως της είταν και κάτι πιώτερο παρά φίλος, και μάλιστα σώζεται κάποιο σαν παραμύθι για ένα σπάνιο μήλο που της έδωκε ο Θεοδόσιος, και κείνη πάλε το χάρισε του Παυλίνου, κ' έτσι πιάστηκε από τον άντρα της, που από τότες πια δεν τηνέ συχώρεσε. Η αλήθεια είναι πως στα 440 θανατώθηκε ο Παυλίνος.

Τση τάπα 'γώ, καιρός περασμένος, τα όσα τση πρέπουνε κιαπό τότες δεν εμιλήσαμε· κια δε σύρη χέρι απού το παιδί μου, θα τήνε κάμω να φύγη απού το χωριό. Εγώ τηνε λυπούμαι έτσα που κατάντησε και δεν πιάνει άθρωπος χρουσό μήλο από τα χέρια τση, μα δεν ντρέπεται και καθόλου. Πετάχτηκα έξω, περισσότερο για να μην ακούω τα σκληρά λόγια της μάνας μου.

Η Νοέμι στεκόταν πάντα στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα απομεινάρια από το φαγοπότι, γύρω της γυάλιζαν τα άδεια μπουΚαλία, τα σπασμένα πιάτα, κανένα μήλο με το ψυχρό του πράσινο χρώμα, ένας δίσκος και ένα κουταλάκι ξεχασμένα. Και τ’ αστέρια ακόμα έλαμπαν πάνω από την αυλή σαν να τα είχε συνεπάρει ο ρυθμός του χορού.

Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Και η Μάρω προσέθετε: — Και περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι' άλλο φιλημένο!. . . — Α! όχι φιλημένο, δεν πάει φιλημένο!. . . είπεν η Μάρω, γελώσα τον αθώον παιδικόν της γέλωτα. Η Μάρω και εις την θέσιν της αυτήν, την κρισιμωτάτην διά την ζωήν της, ήτο χαρουμένη.

Ύστερα άλλαξε το σκοπό: «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; «Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, «Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.. «Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι.. Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη. Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου, που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο.