Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Η γριά θυμωμένη κι αυτή τόρα επέμεινε, έβριζε: — Μούρθατε για το πεντόφραγκο, να σύρ' τε τον κόσμο στα μπουντρούμια, σα να μην αφεθήτε ποτές και σεις. Φορέσατε το στέμμα για να βασανίζετε τον κόσμο, πεντοφραγκάδες!... Και η μορφή της είχε γίνη άγρια, δαιμονισμένη, φριχτή.

Μα έμεινεν εκστατική οπόταν της είπαν πως ο μέγας Δερβύσης της εμπόδιζε το έμπασμα προς αυτόν. Η βασιλοπούλα εγύρισεν ευθύς θυμωμένη εις το παλάτι της εναντίον του, διά την καταφρόνησιν που της έκαμε, και επήγε και το εκλαύθη του πατρός της.

Με αυτά τα λόγια, τα οποία με έκαμαν να τρομάξω, ανεχώρησε πολλά θυμωμένη και εγώ μένοντας εις μεγάλην σύγχυσιν, ανάμενα τότε εξ αποφάσεως την οργήν του θυμού της, και επιθυμούσα το τέλος του πράγματος ό,τι λογής και αν ήθελεν ήτον.

Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου. Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω.

Και διά να σε βγάλω από την περιέργειαν σου λέγω πως το Βασιλόπουλον Καρούκ ενυπνιάσθη μίαν νύκτα πως σε είδεν εις ένα εύμορφον λειβάδι και, όντας εκστατικόν από την ευμορφιά σου, ηθέλησε να σου μιλήση περί αγάπης· μα του λόγου σου θυμωμένη το απεστράφης, λέγοντάς του, ότι οι άνθρωποι δεν είναι άλλο παρά επίβουλοι, διά τούτο τους μισώ, και τους αποστρέφομαι επί ζωής μου.

Η Ρεσπίνα μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην του ανδραδέλφου της, του ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον μιλήση τέτοια λόγια, παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και αισχύνην, που έκανε του αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς τους μιαρούς του στοχασμούς.

Τούτο το μήλο καθώς το είδεν ο Δάφνης έτρεξε να το κόψη, ανεβαίνοντας εκεί επάνω, και δεν άκουσε τη Χλόη που τον εμπόδιζε. Κ' εκείνη, σαν δεν την άκουσε, έφυγε τρέχοντας προς τα κοπάδια. Ο Δάφνης όμως, αφού ανέβηκε, κατώρθωσε να το κόψη και να το πάη δώρο στη Χλόη· και τέτοια λόγια είπε σ' αυτή, που ήτανε θυμωμένη.

Κ' η φτωχιά χωριάτισσα συντριμμένη από τη λύπη, βλέποντας να γκρεμίζεται μπροστά της ο καλός παλιός κόσμος άλλης ζωής κι άλλων αισθημάτων απομένει βουβή στην αρχή. Ύστερα σηκόνει τη ζαρωμένη γροθιά της θυμωμένη κατά το τραίνο που χάνουνταν πια, και ξεθυμαίνει σ' αυτό: — Ανάθεμά σε, σιδερόδρομε, εδώ που βρέθηκες!... Καιρός τόρα και τη θυμούμαι αυτή την ιστορία.

Πώς μπορεί να βρίσκεται δω ο Τριστάνος; Πώς θάφευγε μπροστά σας; Πώς δε θα σταματούσε άμα άκουγε τόνομά μου; — Μολαταύτα, Βασίλισσα, τον είδα, και μάλιστα του πήρα ένα από τάλογά του. Κυττάχτε το κει κάτω σελλωμένο στ' αλώνι». Αλλά ο Μπλεχερή είδε τη Βασίλισσα θυμωμένη. Λυπήθηκε, γιατί αγαπούσε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα. Την άφησε, μετανοιώνοντας που μίλησε.

Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη· και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· 225 «Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα, εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις, χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας, κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. 230 πώς τώρα, ενώτο σπίτι σου καιτα καλά σου φθάνεις, πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνωτους μνηστήραις; στάσουτο πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ, είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». 235

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν