United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η όψη των πραμμάτων, φίλε μου, δεν μνήσκει ποτέ σε μίαν στάση. αλλάζει άκοπα από ημέραν σ' ημέραν, και όποιος γυρεύει την χθεσινήν. γυρεύει εκείνο, οπού όσοι τον ακούσουν θελά γελάσουν.

Η καλή προαίρεση, και η δυσκολία του τρόπου, αποκρίθηκε ο Λογιότατος. Παράστησέ μου καθαρώτερα την ιδέα σου, είπε ο Γέροντας, με παράδειγμα. Ένας υπόθεσε, αποκρίθηκε ο Λογιότατος, οπού επιθυμάει το καλό του Γένου του, και είναι άξιος να το ευεργετήση, λείποντάς του ο τρόπος, ενοχλείται άκοπα από την συλλογή του.

Όταν συχνάπυκνά εσυλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό παληκάρι χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά, μουστάκι μαύρο, βλέμμα ζωηρό, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν' αντιστέκη άφοβα στου πελάγου τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης τον κατατρεγμό.

Η ιδική μου συμβουλή έχει τούτο το ιδιαίτερον και εξαιρετικόν, ότι θα σε οδηγήση από οδόν λίαν ευχάριστον και συγχρόνως συντομωτάτην, κατάλληλον δι' ιππασίαν και κατηφορικήν, διά της οποίας με πολλήν ευθυμίαν και καλοπέρασιν, διά μέσου λειμώνων ευανθών και σκιάς πυκνής, με όλην την άνεσιν, χωρίς να ταχύνης το βήμα και χωρίς να ιδρώσης, θα φθάσης εις το άκρον και εις την επιτυχίαν εντελώς άκοπα, θ' απολαύσης, όπως εις τα συμπόσια, ξαπλωμένος και χωρίς να πνευστιάσης• και από του ύψους θα βλέπης εκείνους οι οποίοι θα ευρίσκωνται ακόμη εις την βάσιν της ανωφερείας, μετά δυσκολίας ανέρποντες εις δυσβάτους και ολισθηρούς κρημνούς, ενίοτε δε και κρημνιζόμενοι κατακέφαλα και καταπληγωνόμενοι εις τας τραχείας πέτρας.

Αλλά σήμερον οι Αθηναίοι όντες εις κατάστασιν να πολεμήσουν προς σύμπαντας ημάς, είναι ακόμη περισσότερον δυνατοί να μας πολεμήσουν κατά πόλεις· ώστε, εάν δεν απωθήσωμεν αυτούς από κοινού και κατά έθνη και κατά πόλεις ομοφώνως, θα μας υποτάξουν άκοπα ευρίσκοντες ημάς διηρημένους.

Εσύ έχεις μάθη στα νερά να ζης ολοκαιρής σου· Σε ταύτα μέσα περπατής να βρης την πόρεψί σου. Όμως εγώ, κυρ Μπάκακα, περνάω μ' άλλους τρόπους, 95 Και βρίσκομαι συγκάτοικος, και ζιώ με τους αθρώπους. Γιατί έτζι απεφασίστηκα, το φυσικό μου κλίνει, Να γεύομαι άκοπα και εγώ απ' όσα τρων και εκείνοι.

Ν' αλλάξη ο νιος εγύρεψε, και να λευφτερωθή, Οχ των Γιατρών την σύγχυσι, για να αποκοιμηθή. Και έτζι οι Εξοχώτατοι πλιο δεν χασομεράν, Φιλονικώντας άκοπα εκείθε αναχωράν. Τ η γ α ν ί τ α ι ς τ ο υ Τ α λ ι α π ι έ ρ α. Αναχωράτε φιλοσοφία, Και λογομέτρα πολιτική! Μακριά φευγάτε ηγεμονία, Και πάσα τάξι ευγενική!

Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη, και όσατα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105 όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσατο μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων, αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεόςτην γνώσι• 110 αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο, ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητοςτην μάχη. και άλλα πολλά παθήματα σιμάαυτά μας ηύραν• και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση; και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115 πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη, θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα• ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης. αυτού κανείς τον Οδυσσηάτην γνώσι ν' αντικρύση 120 δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε, 'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω• προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125 τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας, ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας• αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι, ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους• αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν καιτα πλοία 130 μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους, κακήναυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας• επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν• όθεν εσύντριψε πολλούςτην τρομερήν οργή της τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135 'που την διχόνοιαν έσπειρετους αδελφούς Ατρείδαις. κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου• και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα• κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140 τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν όλ' οι Αχαιοίτα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης• δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει, κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις, την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145 μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη• ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων. κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας, ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος, μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150 και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας, ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας• κ' εμείς εσύραμε πρωίτην θάλασσα την θεία τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155 σιμάτον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη• έτσιτα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία, ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη. ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμετην πατρίδα, εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160 να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα, τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι. κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165 ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεόςτον νου του. ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους• και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπιτην Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι, είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170 προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην, ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος• και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη• έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175 πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός•τους ιχθυοφόρους δρόμους τα πλοία τρέχαν και άραξαντην Γεραιστό την νύκτα. του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει• τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια. κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα, ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος. ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185 αλλ' όσα εδώ καθήμενοςτα μέγαρά μου ακούω, ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω• λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες, 'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος• καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190 και όλους τους άνδραις έμπασετην Κρήτη ο Ιδομενέας, όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε. για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε, πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195 τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος, ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη, τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.

Κει μέσα πάντα μοναχή στον πάτο σφαλισμένη, Από το φόβον άκοπα σκληρά βασανισμένη, Αν επιτύχαινε καιρό τη νύχτα να ημπορέση 35 Σε φίλου, ή γνώριμου παλιού το σπίτι να χωρέση. Την συντροφιά του εχαίρονταν στιμαίς με τρόμου ζάλη· Και κλιόνταν γλήγορ' άφαντη μες την κρυψιόνα πάλι.

Κει μέσα πάντα μοναχή στον πάτο σφαλισμένη, Από το φόβον άκοπα σκληρά βασανισμένη, Αν επιτύχαινε καιρό τη νύχτα να ημπορέση Σε φίλου, ή γνώριμου παλιού το σπίτι να χωρέση. Την συντροφία του εχαίρονταν στιμαίς με τρόμου ζάλη· Και κλειόνταν γλήγορ' άφαντη μες την κρυψιόνα πάλι. Αλλά μονάξιας ερημιά παρόμια να υπομένη Βαρέθηκε ως το ύστερον πολύ περιορισμένη.