United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• «Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση, όσον και αν έχη νόημα• τι κάθε σχήμα παίρνεις• τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα, όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. 315 αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα, πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης σ' ενόησατο πλοίο μου, για να με προφυλάξης, αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, 320 ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν• πλην των Φαιάκωντην λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησεςτην πόλι• και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σουτι δεν πιστεύω να 'φθασατην ηλιακήν Ιθάκη, 325 αλλά πλανώμαι εις άλλην γη• θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις, και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσηςειπέ μου αν είμαι αληθινάτην ποθητήν πατρίδα».

Ήρθε ώρα που αφίσαμε κάθε δουλειά κ' ερρίξαμε όλοι φωνή αγριεμένη, που τα θηρία της θάλασσας ετρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξυλώσουμε τ' αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη και ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κ' έβγαλε από την κάμαρή του ένα κουτί γαλέτες κ' ένα μποτηλάκι με ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι ζαμάικα! Εθεριέψαμε όλοι. Επλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη και άγρια.