United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μητέρα φοβήθηκε πως το παιδί της θα κουφαθή και μια μέρα ήρθε αγριεμένη στο σχολείο. — Άκου δάσκαλε, είπε του Καπετανάκη, εγώ το παιδί μου, τώβαλα στο σκολιό για να ξεστραβωθή. όι να μου το κουφάνης. Δε θέλω να το δέρνης. Σαν κάμη πράμμα, να μου το λες εμένα κεγώ το δέρνω. Γιατί, μα το Θεό πούν' από πάνω μας; άνεν το ξαναδείρης θαρθώ με το κόπανο!

Μον τα στήθια 590 στήστε μπροστά στον Αία μας, το γιο του ΤελαμώναΈτσι είπε σα λαβώθηκε. Κι' αφτοί όλοι πυκνωμένοι στέκουν σιμά τουγέρνοντας στους ώμους τις ασπίδες — μ' όρθια κοντάρια. Κι' έσμιξε ο Αίας στους συντρόφους, κι' ανάμεσό τους φτάνοντας ξαναγυρνάει και στέκει. 595 Τότε έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν σαν πυρκαγιά αγριεμένη.

Και τράβαγε και τράβαγε κι’ όλο μπροστά τραβούσε Σα σύφουνας τρομαχτικός, σαν αγριοβόρρι μαύρο, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά με τα λιοντάρια πίσω, Και τα ποτάμια πλάγι του τρεχάτα κι’ αφρισμένα... Σαν κεραυνός σαλάγαγε τ’ αγριόγιδα να τρέχουν, Και τα λιοντάρια ανάγκαζε να σέρνωνται κοντά του, Κι’ αχούσεν η ανάσα του πο τον πολύν το μόχτο, Σαν αγριεμένη θάλασσα, που σπάει στ’ ακρογιάλι, Κι’ όταν εκοντοζύγωσε στης Κορασιάς τον Πύργο, Ένα τραγούδι αρχίνησε να γλυκοτραγουδάη, Με μια ασυνήθιστη φωνή, μ’ έναν σκοπόν ουράνιο, Που τρέξανε χαρούμενα στο πλάγι του τ’ αρκούδια, Πηδώντας και χορεύοντας, και χοροπερπατώντας, Τ’ αηδόνια βουβαθήκανε, πο την πολλή τους ζήλεια, Σωπάσαν όλα γύρω του, οι θόρυβοι σβυστήκαν, Ο κόσμος όλος στάθηκε προσεχτικός ν’ ακούση Τ’ αρμονικό τραγούδι του και τη γλυκειά φωνή του, Πώδινε την απάντηση στης Κόρης το τραγούδι.

Ήρθε ώρα που αφίσαμε κάθε δουλειά κ' ερρίξαμε όλοι φωνή αγριεμένη, που τα θηρία της θάλασσας ετρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξυλώσουμε τ' αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη και ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κ' έβγαλε από την κάμαρή του ένα κουτί γαλέτες κ' ένα μποτηλάκι με ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι ζαμάικα! Εθεριέψαμε όλοι. Επλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη και άγρια.