United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πρώτα πρώτα αρχίνησε μεγάλη ασπίδα στέρια, πλούμια ως στην άκρη, και λαμπρό της έβαλε στεφάνι τρίκλωνο γύρω αστραφτερό με το λουρί ασημένιο. 480 Τάβρου πετσί είχε ο δίσκος της πεντάδιπλο, και μέσα τού σκάλιζε άθια ένα σωρό με τη σοφή του τέχνη.

Ένας γέρος χωρικός Μετρημένος, γνωστικός, Ότι αρχίνησε να νιώση, Πως το τέλος του είχε σώση, Και ποθόντας, μοναχή Τα παιδιά του παντοχή Στη δουλιά της γης να έχουν, Και σ' εκείνη να προσέχουν, Με φιλόστοργη βουλή Μιαν αυγή τα προσκαλείτου θανάτου του την κλίνη· Τέτια διάτα τους αφίνει· Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά.

Πικράθκαν οι ουράνιοι θεοίτου Διός το δώμα· Κι' ο καλλιτέχνης Ήφαιστος αρχίνησε να λέγη Προς χάριν της μητέρας του ασπραγκαλιάρας Ήρας· Ω τι καμώματα πικρά, κι' αβάστακτα 'ναι τούτα, Οπού μαλώνετ' 'έτσ' εσείς διά θνητούς ανθρώπους, Κι' αχλοβοήτετους θεούς· ούτ' ηδονή θα είναι Της καλής τράπεζας, γιατί νικούν τα τιποτένια.

« 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα » Έν φάντασμα 'μπροστά μου, » Αρχίνησε με ανθρωπινή, » Και 'σάν εκείνου την φωνή » Να μ' είπη τ' όνομά μου.» « Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή «'Στήν ερημιά τι τρέχεις; » Ποιόνε ζητάςτην ερημιά; — » — 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά » Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »

Είδατον ίσκιο μιας μυρτιάς Τον Όμηρο· και γύρα, Γύρα του τραγωδούσανε Τα έπη τους τόσοι άλλοι Διάσημοί μας ποιηταί, Και ταραχή μεγάλη Εγίνονταν, κι' ακούγονταν Η Ποίησι κ' η Λύρα. Είδα παρέκει ταις σκηναίς Όλων μας των Αγίων. Που κύκλον εσχημάτιζαν, Κι' αυτοίτη μέση, άλλοι Εχόρευον, κι' άλλ' έπαιζον. Αρχίνησε να ψάλλη Και τους ψαλμούς του ο Δαυίδ, Το θείον του βιβλίον.

Τότε η Εκάβη αρχίνησε των γυναικών το κλάμα 430 «Ωχ γιε μου, εγώ η κακότυχη, τι πια να ζω στον κόσμο τώρα που εσύ μου πέθανες, της χώρας το καμάρι, της χώρας η παρηγοριά, π' όλοι, γυναίκες κι' άντρες, νύχτα και μέρα σα θεό σε λάτρεβαν στο κάστρο. Τι εσύ είσουν μόνη δόξα μας, εσύ είσουν μόνη ολπίδα, 435 σα ζούσες· τώρα αχ θάνατος, τώρα σε πήρε χάροςΈτσι έκλαιγε η γερόντισσα.

Ρήγα μου!. . . » Έκραζε ο Κιτσαντώνης, · » Καθένας τους αρχίνησε » Να δείξουν την ανδρεία, » Ένα τραγούδι πάρε μας » Για την Ελευθερία, » Συ! που με το τραγούδι σου » Τη φύσι βαλσαμόνειςΤο λόγο του ενέκριναν Κι' ο Βότσαρης ο Νότης, , Φώτος Τζαβέλλας, Πανουριάς, Νέγρης, Αλέξης Νούτσος, Μαυρομιχάλης, Κρεββατάς, Και Νοταράς Πανούτσος, Μιαούλης, Αναγνωσταράς, Κανάρης, Δυοβουνιώτης.

Μούγκρισε τότες σα θεριό, κι' η μάννα του στα βάθια 35 πούμενε κάτου του γιαλού, στου γέρου της πατέρα, τ' ακούει και σπάει στα κλάματα, και του γιαλού οι νεράιδες μαζέβουνται όλες γύρω της, όσες βαθιά 'ναι κάτου, 38 και γιόμισε η πλατιά σπηλιά· κι' ενώ όλες τους τα στήθια 50 χτυπούσαν, τότε αρχίνησε τα μοιρολόγια η Θέτη «Ακούστε με τη χλιβερή, νεράιδες μου αδερφούλες, για να μου ξέρτε τι καημοί τα σπλάχνα μου σπαράζουν.

Τότες απ' το Διομήδη πριν κανείς, κιας είταν τόσοι, δεν είπε ομπρός πως τράβηξε με τ' άφταστα άλογά του, πως το χαντάκι διάβηκε κι' αρχίνησε πελέκι, 255 Μον Τρώα αφτός πολύ πιο πριν σκοτώνει, τον Αγέλα, το γιο του Φράδμου. Τ' άλογα γυρνούσε αφτός να φύγει· σαν έστριψε όμως, τούμπηξε ανάμεσα στους διο ώμουςστην πλάτη — τ' όπλο, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως τα στήθια.

Ελέγονταν Ζεϊνέλμπεης τούτος, κ' η γεννιά του κρατούσε, καθώς γνώριζεν από τους παλιούς του, από τη μέσα την Αρβανιτιά, από την Κρόγια. Τι τάχα παράξενο να ήταν κι αγγόνι του Καστριώτη ο μπέης τούτος; Κ' ύστερα, ο Γεροκαλαμένιος μας έβαλε αραδαριά ολόγυρά του κι αρχίνησε να μας μονολογάη για τον Καστριώτη. — Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Του φώναζαν κάθε τόσο οι αρβανίτες.