United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ελέγονταν Ζεϊνέλμπεης τούτος, κ' η γεννιά του κρατούσε, καθώς γνώριζεν από τους παλιούς του, από τη μέσα την Αρβανιτιά, από την Κρόγια. Τι τάχα παράξενο να ήταν κι αγγόνι του Καστριώτη ο μπέης τούτος; Κ' ύστερα, ο Γεροκαλαμένιος μας έβαλε αραδαριά ολόγυρά του κι αρχίνησε να μας μονολογάη για τον Καστριώτη. — Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Του φώναζαν κάθε τόσο οι αρβανίτες.

Ελέγονταν Ζεϊνέλμπεης τούτος, κ' η γεννιά του κρατούσε, καθώς γνώριζεν από τους παλιούς του, από τη μέσα την Αρβανιτιά, από την Κρόγια. Τι τάχα παράξενο να ήταν κι αγγόνι του Καστριώτη ο μπέης τούτος; Κ' ύστερα, ο Γεροκαλαμένιος μας έβαλε αραδαριά ολόγυρά του κι αρχίνησε να μας μονολογάη για τον Καστριώτη. — Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Του φώναζαν κάθε τόσο οι αρβανίτες.

Έγινε κολλήγας και με τους άλλους συντοπίτες του έσπερνε και θέριζε τα χωράφια τα δικά του, φέρνοντας στο καλύβι ό,τι άφινε η ασπλαχνιά του αφέντη του. Έτσι έζησε αυτός, έτσι ο γιος του, τ' αγγόνι, το διγγόνι του. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, γενεές και γενεές. Η κακοτυχιά όμως δεν άφινε τους Ευμορφόπουλους. Μια γενεά έδιωχνε την άλλη· μα δε μπορούσε να διώξη και τη σκλαβιά από πάνω της.

Το τραγικόν τούτο γεγονός διεσώθη έν τινι δημοτικώ άσματι εσχάτως δημοσιευθέντι, εξ ου και παραθέτω μόνον τους τελευταίους πέντε στίχους. Κι ο Κωσταντάρας τάκουσε βαρυά του κακοφάνη. » Μωρέ παιδί της ξακληριάς και του διαβόλου αγγόνι » Μου ντρόπιασες την λεβεντιά και τ' άσπρα μου τα γένεια, « Κάλλιο να κλάψω μια φορά, παρά να κλαίγω πάντα. » Το γιαταγάνι ετράβηξε και σαν αρνί το σφάζει.

Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό. Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβυσαν από τη μνήμη των ανθρώπων τόρα. Εκείνοι που ονειρεύθηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη των πατέρων τους είτε στα βάθη της θάλασσας.

Τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, τα βουνά και τα ποτάμια όλα ελεύθερα. Κ' έναν Ευμορφόπουλο, θες τον ίδιοαχ μακάρι! — θες το γιο του, ας είναι και τ' αγγόνι του αφέντη απάνω σ' εκείνα. Αφέντη τρανόν και δοξασμένον, όπως οι πάπποι του. Αλήθεια, τ' είνε μια ζωή για τέτοιο κατόρθωμα! Χίλιες να είχε και τις χίλιες τις έδινε. Με αυτόν τον πόθο έκλεισε τα μάτια ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος.