Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Έβραζε, και την ώρα δεν έβλεπε να ξεσπάση. Άρχισε με τους Χριστιανούς. Δεν τους κατάτρεχε καθώς ο Διοκλητιανός κι ο Γαλέριος, τους έδιωχνε όμως από την Αυλή του, τους αδικούσε όπως μπορούσε, γκρέμησε τέλος και μερικές εκκλησιές. Και σαν πήρε μ' αυτή την πολιτική από το μέρος του όλους τους Εθνικούς, βγήκε να πολεμήση και τον Κωσταντίνο στα 323. Μεγάλοι στρατοί και στόλοι κι από τα δυο μέρη.
Η ντόνα Έστερ έσκυβε επάνω του, τακτοποιούσε το μαξιλάρι του, την κουβέρτα επάνω του, του έλεγχε το σφυγμό του. «Έφις, ο Ρετόρος θα έρθει να σ’ επισκεφθεί.» Εκείνος σήκωνε το δείχτη, κάνοντας νόημα πως όχι, με τα μάτια κλειστά. Τις πρώτες μέρες κάποιοι ζήτησαν να τον επισκεφθούν, αλλά η Νοέμι μισάνοιγε την εξώπορτα και τους έδιωχνε όλους. Εκείνος, μέσα, άκουγε.
Εσήκωνε ψηλά, πάνω απ το βελουδένιο καλπάκι της το χέρι το δεξί. Έδιωχνε πίσω στη μέση της ανάζερβα το άλλο. Εχαμήλωνε το κεφάλι. Ελύγιζε λίγο κάτω τα γόνατα. Ετσάκιζε τη μέση. Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε. Εστριφογύριζε κάτω απ το ψηλά σηκωμένο χέρι που εκροτάλιζε απάνουθε τα ζίλια. Εστριφογύριζε με το κεφάλι χαμηλωμένο, τη μέση τσακισμένη, τα γόνατα λυγισμένα.
Έγινε κολλήγας και με τους άλλους συντοπίτες του έσπερνε και θέριζε τα χωράφια τα δικά του, φέρνοντας στο καλύβι ό,τι άφινε η ασπλαχνιά του αφέντη του. Έτσι έζησε αυτός, έτσι ο γιος του, τ' αγγόνι, το διγγόνι του. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, γενεές και γενεές. Η κακοτυχιά όμως δεν άφινε τους Ευμορφόπουλους. Μια γενεά έδιωχνε την άλλη· μα δε μπορούσε να διώξη και τη σκλαβιά από πάνω της.
Κατάλαβε ότι τον έδιωχνε και βγήκε στην αυλή, κοίταξε όμως μήπως μπορούσε να μιλήσει και με την ντόνα Νοέμι. Να την που βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει την κουβέρτα. Χαμένος κόπος να την παρακαλέσει να κατέβει, έπρεπε ν’ ανέβει εκείνος. «Ντόνα Νοέμι, μου επιτρέπετε μια ερώτηση; Είστε ευχαριστημένη;»
Κάποια μέρα που ξανάπιασαν τον Τριστάνο με τη Βασίλισσα, έκαμαν αυτό τον όρκο: αν ο Βασιληάς δεν έδιωχνε τον ανηψιό του μακρυά από τη χώρα, αυτοί θ' αποτραβιώντανε στους οχυρούς πύργους των για να τον πολεμήσουν. Παρουσιασθήκανε στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, μπορεί να μας αγαπάς ή να μας μισής, όπως θέλεις. Αλλά θέλουμε να διώξης τον Τριστάνο.
Αν δεν υπήρχε ο ήχος από το καμπανάκι του μικρού νεωκόρου που λες και έδιωχνε από τριγύρω τα πνεύματα, ο Έφις, παρά το φως και το κελάηδα των πουλιών, θα πίστευε ότι παίρνει μέρος σε μια λειτουργία φαντασμάτων.
Τι να του ειπώ; είχε μανία στο άλλαγμα. Το κεφάλι του ίδια πυξίδα· ούτε κάρτο δεν έμενε στη θέσι του. Από τ' άψυχα ερρίχτηκε σε λίγο και στους ανθρώπους. Έδιωχνε τον ένα, έπαιρνε τον άλλον, έβριζε τον τρίτον. Έπειτα ερρίχτηκε στον καραβόσκυλο τον Ζέπο μας, που τον είχεν ο μακαρίτης ζωή μαζί του!
Καθισμένη κάτω από τη σκηνή όπου είχε κλειστή μαζύ με τη Βραγγίνα, την υπηρέτρια της, θυμότανε την πατρίδα της κ' έκλαιγε. «Πού την επήγαιναν αυτοί οι ξένοι; Σε ποιον; Τι την περίμενε;» Όταν την επλησίαζε ο Τριστάνος κ' ήθελε να την ησυχάση με γλυκά λόγια, εθύμωνε, τον έδιωχνε, και το μίσος εφούσκωνε την καρδιά της.
Τους πήρα από μια εθνική παράδοση, η οποία λέγει: «Όταν εμπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, οι Χριστιανοί είχαν καταφύγει στην Αγιά Σοφιά, νομίζοντας, ότι θα καταιβή Άγγελος Κυρίου και κρατώντας πύρινη σπάθα θα τους έδιωχνε ως την &Κόκκινη Μηλιά& και θα λευτερόνονταν όλοι από τους Αγαρηνούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν