United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει, όσον διότι ο παπά-Αζαρίας, ο υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος όταν επρόκειτο ν' αποπέμψη οχληρόν, είχε παρακαλέσει ένα των ελθόντων χωρικών, και είχεν επιμείνη ίνα συνοδεύση ούτος τον μπάρμπα Κωνσταντόν απερχόμενον εις Αγ. Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν να υπάγη.

Κατάλαβε ότι τον έδιωχνε και βγήκε στην αυλή, κοίταξε όμως μήπως μπορούσε να μιλήσει και με την ντόνα Νοέμι. Να την που βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει την κουβέρτα. Χαμένος κόπος να την παρακαλέσει να κατέβει, έπρεπε ν’ ανέβει εκείνος. «Ντόνα Νοέμι, μου επιτρέπετε μια ερώτηση; Είστε ευχαριστημένη

Παρακαλώ σε βασιλέα μου, διά την αγάπην που έχεις εις εμένα, να μου κάμης την χάριν, όταν αποθάνω αντίς να βάλης άλλους να μου φυλάξουν το μνημείον μου, να βάλης την αγαπημένην μου Καλεκάρην, επειδή και όντας πολλά αγαπημένη μου, θέλει παρακαλέσει εκείνην την νύκτα διά εμένα με περισσοτέραν θερμότητα, και ακόμη θέλεις την ελευθερώσει από την σκλαβιά δίδοντάς της χαρίσματα μεγάλα διά την μεγάλην της εμπιστοσύνην και αγάπην που εις εμέ έδειξεν.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! κλαίω ό,τι προσφιλέστερο και ό,τι πολυτιμότερο μπορούσα να χάσω στη ζωή μου, κλαίω το θάνατο του πατέρα μου. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Θεέ μου! τι δυστύχημα! τι απροσδόκητη ατυχία! τώρα που είχα κ' εγώ παρακαλέσει το θείο σου να σε ζητήση για μένα κ' ήρθα να παρουσιαστώ στον πατέρα σου και να προσπαθήσω με σεβασμό και με χίλια παρακάλια να τον πείσω να μην αρνηθή.

Και ο Έφις δεν ήξερε τι να πει: να τον παρακαλέσει να συνεχίσει την εξιστόρηση, να τον παρηγορήσει, να κάνει καλά ή κακά σχόλια σ’ αυτά που είπε; Να λοιπόν γιατί ήταν λυπημένος όλη την ημέρα, να πώς έχουν τα πράγματα της ζωής!

Η μορφή του Έφις ξεπήδησε μπροστά της σαν πρόβατο επί σφαγήν και έτρεξε στην αυλή και βγήκε στην εξώπορτα περιμένοντας να περάσει κάποιος για να τον παρακαλέσει να πάει να φωνάξει τον υπηρέτη. «Εκείνος, εκείνος φταίει για όλα! Εκείνος είχε υποσχεθεί να προσέχει τον Τζατσίντο και να μας προστατέψει από αυτόν…»

Επί της μιας όχθης της λίμνης ην ηγάπα, όλος ο όχλος Τον είχε παρακαλέσει ν' αναχωρήση από τα μέρη των· επί της ετέρας, μάτην είχον προσπαθήσει να πικράνωσι τας τελευταίας παρ' αυτοίς ημέρας Του δι' αθλίας σκευωρίας όπως τον τρομάξωσι να φύγη.

Είμαι ασθενής, Μάρκε, και είτε εις το αμφιθέατρον είτε εδώ, πρέπει να αποθάνω . . . Είχα παρακαλέσει εις τας προσευχάς μου να σε ίδω προ του θανάτου· ήλθες: ο Χριστός με εισήκουσε, Και ενώ εκείνος δεν ηδύνατο να προφέρη άλλην τινά λέξιν και την έθλιβεν απλώς επί του στήθους του, εκείνη προσέθηκε: — Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Και σήμερον ο Σωτήρ μας επέτρεψε να είπωμεν το χαίρε προς αλλήλους.

Εγώ έλεγα πως είμαι πεθαμένη και πάλι στον κόσμο βρίσκομαι». Λες και είχε παρακαλέσει την Παναγιά να την αφήση κορακοζώητη στον κόσμο. Και κορακοζώητη έμεινε. Ογδόντα χρόνων έφτασε, ποτίζοντας το χώμα με τα δάκρυά της, γεμίζοντας τον αέρα με τους αναστεναγμούς της, ως που στερέψανε κ' οι βρύσες των ματιών της κι' ως που δεν της έμεινε ούτε πνοή ν' αναστενάξη.

Προσέτι ο παπά- Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπάρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δύο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας &σαλάδο&, εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύρουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλους.