United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τελικά κάθισε πλάι στην είσοδο για να ράψει σιωπηλή και όταν ήρθε ο ντον Πρέντου μετακίνησε το κάθισμα και παραμέρισε το πανί της για να του ελευθερώσει το πέρασμα, αλλά σήκωσε μόλις το πρόσωπο για να τον κοιτάξει και απάντησε με ένα ελαφρό νεύμα του κεφαλιού στο χαιρετισμό του.

Τέλος πάντων ευρισκόμενος εις αδημονίαν, και θυμωθείς ώμοσα ότι εις το εξής, εάν τις με ήθελεν ελευθερώσει, να τον θανατώσω αλύπητα, χωρίς να του δώσω άλλην άδειαν ειμή ελευθερίαν να εκλέξη αυτός ό,τι λογής θάνατον του αρέση. Όθεν επειδή και συ ήλθες σήμερον εδώ και με ελευθέρωσες, έκλεξε όποιον θάνατον σου φανή εύλογος, διά να σε θανατώσω.

Αν ο νέος Βάσιγκτων, μη αγαπών την μητέρα του, δεν υπήκουεν εις τα μητρικά δάκρυα της, αλλ' ησπάζετο το ριψοκίνδυνον στάδιον του ναύτου, και βίον ίσως άσημον και δυστυχή ήθελε ζήσει, και δυστυχέστερον ίσως θάνατον εντός των κυμάτων ήθελεν ευρεί, και την πατρίδα του δεν ήθελεν ελευθερώσει, και το όνομά του δεν ήθελεν απαθανατίσει. Αγαπάτε λοιπόν και σεις, παιδία μου, τους γονείς σας.

Παρακαλώ σε βασιλέα μου, διά την αγάπην που έχεις εις εμένα, να μου κάμης την χάριν, όταν αποθάνω αντίς να βάλης άλλους να μου φυλάξουν το μνημείον μου, να βάλης την αγαπημένην μου Καλεκάρην, επειδή και όντας πολλά αγαπημένη μου, θέλει παρακαλέσει εκείνην την νύκτα διά εμένα με περισσοτέραν θερμότητα, και ακόμη θέλεις την ελευθερώσει από την σκλαβιά δίδοντάς της χαρίσματα μεγάλα διά την μεγάλην της εμπιστοσύνην και αγάπην που εις εμέ έδειξεν.

Εγώ του τ' αρνήθηκα· και αυτός διά να με παιδεύση με έκλεισεν εις τούτο το χάλκινον αγγείον σφραγίζοντάς το με την βούλλαν του και επρόσταξε να ρίξουν το αγγείον εις την θάλασσαν διά παντοτεινά· και όντας εγώ μέσα εις ταύτην μου την φυλακήν ώμοσα μεθ' όρκου, ότι όποιος ήθελε με ελευθερώσει, προτού να τελειώση ο πρώτος αιώνας της φυλακής μου, να τον πλουτίσω επί ζωής του και μετά θάνατον· και πέρασεν ο πρώτος αιώνας χωρίς να ενεργήση κανείς προς με αυτήν την ευεργεσίαν· εις το αναμεταξύ του δευτέρου αιώνος ώμοσα, ότι οποίος με ελευθερώση να του ανοίξω τους θησαυρούς της γης, αλλ' επέρασε και ο δεύτερος χωρίς να ιδώ φως ελευθερίας.

Απεκρίθη η βασιλοπούλα· και πώς θέλεις να θανατώσω ένα που δεν γνωρίζω, και αθώον; Λέγει της έπειτα· τούτο λοιπόν σε δείχνει πταίστριαν· ύστερα γυρίζει προς με· αλλά συ γνωρίζεις αυτήν; Εγώ του απεκρίθην· και πώς να την γνωρίσω, ενώ τώρα μόνον την βλέπω; λοιπόν λάβε αυτό το σπαθί και θανάτωσέ την, εάν δεν την γνωρίζης, και έτσι θέλω σε ελευθερώσει, μου είπε.