United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε λοιπόν εκείνοι, οι βασιληάδες των Δελφών, με μιας αποφασίσανένα γκρεμό να φέρουνε και να την ρίξουν κάτω, να τη σκοτώσουν την κυρά, που έβαλε κ' εκείνη να θανατώσουν στο ναό ιερωμένον άνδρα• τώρα η πόλις την ζητεί, που τέτοιον άθλιο δρόμο με τρόπο τόσον άθλιο ηθέλησε να πάρη. Ήρθε στου Φοίβου το ναό παιδί κι' αυτή να κάνη και τώρα χάνει και παιδιά και το κορμί της χάνει.

Πολλές φορές άνοιξε πόλεμος για τη στάλα κ' έρχονται οι καπετάνοι με τις βάρκες να κυριέψουν την πηγή και τρέχουν από τη στεριά οι ασπροφλόκατοι, παίζοντας τα γιαταγάνια και χτυπώντας τα σκουροντούφεκα για να τους ρίξουν πάλι στη θάλασσα.

Και έτσι λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της. Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή γέροντα διά να παρηγορούνται.

Ευθύς που ο Γιαφάρ έδωσε τον λογαριασμόν του Καλίφη διά τα όσα αυτός είχε πράξει, επρόσταξε να κρεμάσουν τον σκληρόν Βεζύρην, και ύστερον να τον τεταρτιάσουν, και να τον ρίξουν να τον φάγουν τα σκυλιά.

Πέρα μακρυά σε ύψωμα, 'Σ την άκρη μιας κοιλάδος, Σε ύψωμα κατάσκιο, Σε δροσερά χορτάρια Εις κύκλον εκαθόντανε Όλα τα παλληκάρια, Που τόσω, τόσω δόξασαν Τ' όνομα της Ελλάδος. Τ' ανδρειωμένα τα παιδιά, Πουτης σκλαβιάς τη μέση Εκάμανε απόφασι Να ρίξουν το ζυγό τους, Ναυρούνε ή τη 'λευτεριά Ή τονέ θάνατό τους. Καιτην ομόνοια 'βάλανε Τον όρκο να τους δέση.

Ακριβώς εκείνη τη νύχτα κάτι ψαράδες είχαν αφήσει το λιμάνι, για να ρίξουν τα δίχτυα στα βαθειά, και τράβαγαν με τα κουπιά, όταν ξαφνικά άκουσαν μια γλυκειά μελωδία, ζωηρή και δυνατή, που κυλούσε απάνου στα κύματα. Ακίνητοι, με τα κουπιά κρεμασμένα απάνου από τα κύματα, άκουγαν. Με τα πρώτα θαμπά φώτα της αυγής παρατήρησαν την περιπλανημένη βάρκα.

Αλλού πρέπει να γυρέψουν τα ιδανικά τους οι Έλληνες, και αλλού να συγκεντρώσουν την ενέργεια τους και να τη ρίξουν όλη μαζωμένη. Πάει και η Πόλη και η Αγιά Σοφιά! Πάει η Κόκκινη Μηλιά και ο Βασιλιάς ο Μαρμαρωμένος! Αυτός θα μείνει αιώνια μαρμαρωμένος, τώρα που θα τον στήσουν άγαλμα μαρμαρένιο, για παράδειγμαόμορφο, πολύ όμορφο, και συγκινητικό παράδειγμα ― σ' ένα λόφο της Αθήνας.

Μον να δεχθούν τους Ποντικούς στα βάθη να τους ρίξουν, Και σέροντάς τους στα νερά με θρίαμβο να πνίξουν, Πρώτος ο μέγας Χουγιατάς το άρμα του ξαμόνει, Και τον αξιότερον οχτρό χτυπάει και πληγώνει· 420 Το Λαδορρούφη πώστεκε στη μπροστινήν αράδα, Στρατιότη μεγαλόκαρδον με σπάνια αντριά κι' αξιάδα, Αυτόν αγνάντια του έχοντας ματιάζει με την πρώτη, Μες το πλευρό τον πίτυχε, και του τρυπάει το σκότι.

Γνώρισε τη φωνή που είχε πρωτακούσει μέσα στα νερά της λίμνης, κρυμμένη κάτω απ' τη φτερούγα του κύκνου. Οι ανθρώποι του βασιλιά, που είχαν πάρει το ξένο βασιλόπουλο να το ρίξουν στα θηρία, λυπήθηκαν τα νειάτα του, το πήρανε μακρυά, όξω από τα σύνορα της χώρας, και του χαρίσανε τη ζωή.