United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Χαγάνος δεν πήρε, άρπαξε από τα χέρια του δούλου το κιάλι, το άρμοσε στα μάτια του και κύτταξε για πολλή ώρα τριγύρω. Είχε δίκιο ο δούλος του. Τα ξένα χτήματα έζωναν με πρασινάδα το δικό του· πήγαιναν να το πνίξουν με το θρασομάνημά τους. Ψηλά του Βασίλη του Ζάρακα το χτήμα, περιμαντρωμένο με αθάνατους τον τρόμαξε.

Ευθύς καθώς έφθασεν εις το παλάτι του, επρόσταξε να δέσουν την βασίλισσαν και να την πνίξουν έμπροσθέν του, και τις άλλες γυναίκες του παλατίου ο ίδιος με το σπαθί του τις απεκεφάλισε, και έθεσεν έναν νόμον μεθ' όρκου, ότι από τότε και εις το εξής κάθε βράδυ να στεφανώνεται με μίαν και την αυγήν να την θανατώνη.

Φέρνει Σταυρόν και βάια Ο πτερωμένος άγγελος Που τους ηγεμονεύει· Ψάλλοντες αναβαίνουσιν Υπέρ τα νέφη. Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε Την αρετήν σας άμποτε Να μιμηθώ εις τον κόσμον, Και να φέρω την λύραν μου Με σας να ψάλλω. Στροφή Α Της θαλάσσης καλήτερα Φουσκωμένα τα κύματα Να πνίξουν την πατρίδα μου Ωσάν απελπισμένην, Έρημον βάρκαν.

Τους έδενε πάλι καλά μες το προάβλιο, μπρος στα μάτια, των άλλων καταδίκων, που ελύσσαγαν και εβλαστήμαγαν και εφώναζαν μες από τους σιδερόφραχτους φεγγίτες να τον πνίξουν το φοβερό το μπόγια τους· τους πισταγκώνιαζε καλά. — Να ουρέ, για τις αναφουρές σας! Να ουρέ και για τους υπουργούς σας! τους έδερνε, τους επελέκαγε μόνος του ο φοβερός Αρβανίτης. Να χύση τη χολή του· έτσι να ξεθυμάνη.

Πολλοί από τους γειτόνους μας λοιπόν έχουνε βάλει στο μάτι κ' ελληνικά χώματα. Οι πιο χειρότεροι μας εχθροί, δηλαδή οι πιο επικίνδυνοι, είναι οι Σ λ ά β ο ι. Και Σλάβοι είναι οι Ρώσσοι, Σέρβοι, Μαυροβουνιώτες, Βούλγαροι, και άλλοι, που κατοικούν μες στην Αυστρία. Αυτοί όλοι πασκίζουν να μας τυλίξουν από παντού, να μας ρημάξουν και να μας πνίξουν.

Όλα όσα είχα υποφέρει, ορθωθήκανε μέσα μου, σα να θέλανε να με πνίξουν και το αιστάνθηκα σα θρίαμβο πως την έκαμα και πόνεσε. — Φύγε, μου είπε, φύγε από με. Τι ήθελες ναρθής σε με διόλου; Δεν έκλαιγε όταν έφυγε. Όμως μέσα στο θυμό μου αιστάνθηκα πως της έδωσα με ταστόχαστα λόγια μου τόσο μεγάλη θλίψη, όση δεν αιστάνθηκα ούτε θα αιστανθώ ποτέ ο ίδιος.

ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ. Και δεν μου λέγεις, σε παρακαλώ, Σόλων, διατί τα κάνουν αυτά οι νέοι εδώ; Άλλοι συμπλέκονται και τρικλοποδίζονται, άλλοι συσφίγγονται, ώστε να φοβήται κανείς ότι θα πνίξουν ο ένας τον άλλον, και λυγίζονται, και εις την λάσπην χώνονται και συγκυλίονται σαν γουρούνια.

ΕΔΓΑΡ Ποιος είν' ο δεσμοφύλαξ; Σημάδι ότι αναιρείς την προσταγήν σου δος μου! ΕΔΜ. Να το σπαθί μου, πάρε το και δος το. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τρέξε, τρέξε! ΕΔΜ. Της γυναικός σου προσταγήν και ιδικήν μουν έχουν να πνίξουν μέσ' 'ς την φυλακήν εκεί την Κορδηλίαν, και να κηρύξουν έπειτα πως μόνη της επνίγη εις την απελπισίαν της. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Θεοί, φυλάξετέ την! Σηκώσετέ τον απ' εδώ. ΛΗΡ Βογκάτε!

Τότε οι παρόντες επεχείρησαν να με κτυπήσουν και να με πνίξουν ως ιερόσυλον, διότι και προ τούτου είχον αγανακτήσει ακούσαντες ότι τον είπα Αλέξανδρον και όχι προφήτην. Αλλ' αυτός συνεκρατήθη και καθησύχασε τους περί αυτόν, υπέσχετο δε ότι πολύ ταχέως θα με εξημέρωνε και θα κατεφαίνετο η δύναμις του Γλύκωνος, όστις ηδύνατο να μετατρέπη εις φίλους και τους πλέον εχθρικώς διακειμένους.

Και θα νικήσουν οι ημίονοι, κι' ο όνος τα παιδιά του τα γληγορόποδα θα κουτουλήση . ΖΕΥΣ. Διατί γελάς, Μώμε; Δεν βλέπω τίποτε το γελοίον. Παύσε, ταλαίπωρε• θα σε πνίξουν τα γέλοια. ΜΩΜ. Είνε δυνατόν, ω Ζευ, να μη γελώ, όταν ακούω ένα χρησμόν τόσω σαφή και τόσω ευεξήγητον; ΖΕΥΣ. Λοιπόν να εξήγησης και εις ημάς τι λέγει.