United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το Βαγγελιό: — Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου! Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε: — Όλο και μεγαλόνει. Έπειτα ευθύς μούπε: — Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου...γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής.

Οι δυο μας περπατούσαμε στο φεγγάρικι' οι ήσκιοι μας ήταν τρεις . .. Ω μελλούμενε, ω μοιραίεξεκίνησες! Δε θα χάσης ποτέ το δρόμο. Ακούω τα βήματά σου απάνω στα πεθαμένα βήματά μου. Είσαι στην πόρτα, καλώς ναρθής. Φεύγωμα τούτο το τραγούδι μιαν ημέρα και συ θα το πης.

Εκεί που πασχίζανε μαζί, την πήρε κατά μέρος η γειτόνισσα και της τάπε όλα, τα τι λέγανε για το κορίτσι στο δρόμο οι γυναίκες. Έγινε η θεια Ελέγκω θεριό μονάχο. Σαν αποτελείωσαν τη δουλειά τους, είπε της Λιόλιας: Έλα μάζεψε τα ρούχα σου ναρθής σπίτι μου, στο μενούτο!

Πήγαινε να του πης πρώτα, κ' ύστερα γυρίζεις και τρώτε. — Η ευχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά. Κ' εξήλθε. — Τι λέει, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά; — Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος. — Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θειά το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη. — Κ' εγώ, είπεν η παπαδιά. — Δεν είνε για ναρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς.

Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Γιώργη μ'! Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο επί κεφαλής τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν σημασίαν.

Μα η θεία μούγραψε σήμερα πρωί, πρωί, να είμαι εδώ στης εννηά ακριβώς. Ο λ γ ί ν α. Εκτός αν θέλης νάρθης μαζή μας, για να πης το γούστο σου. Και ο Κώστας; Ο λ γ ί ν α. Εβγήκε. Και θάρθη στης εννηάμιση να μας πάρη από τη ράφτρα. Ε λ έ ν η. Μήπως θάρθη απ' εδώ πριν; Ο λ γ ί ν α. Ναι. Ε λ έ ν η. Τότε κάθομαι. Έχω να γράψω ένα γράμμα, για να το ρίξω εις την πόστα κατεβαίνοντας. Χαρτί; Ο λ γ ί ν α.

Τότε να πηγαίναμε ως εκεί να βλέπαμε, είπε δειλώς η Αφέντρα, ήτις προς τον σκοπόν τούτον, ως φαίνεται, έσπευδε να αποκοιμήση τα δύο παιδία. — Δεν είνε φρόνιμο ναρθής εσύ, είπεν η Συνοδιά. Σα ξυπνήσουν τα παιδιά, και ιδούν πως είνε μοναχά τους, θα κτυπηθούν, θα ζουρλαθούν από το φόβο τους. — Πώς να κάμουμε; είπεν η Αφέντρα.

Όχι· έφυγε μια ώρα μπροστήτερα από μένα. — Για δω; — Για δω·Και πώς δεν ήρθε; — Πώς δεν ήρθε μαθές; — Τι γείνηκε; — Τι γείνηκε, σ' ερωτώ κ' εγώ! Εναγώνιος ανησυχία εκυρίευσε τας δύο γυναίκας. Η Αφέντρα συνήψε τας χείρας εν απογνώσει. — Τι να έπαθε τάχα; — Πού είνε τος; — Γιατί δεν ήρθατε μαζί, αφού ήσουν για νάρθης και συ; ήρχισε να παραπονήται η Αφέντρα.

Με το συμπάθειο, αφέντη μου Προεστέ, αντισκόβει ο Σφακιανός, κρίμα θα είνε να μην τα πούμε της ευγενείας του όλα καταπώς έγιναν. Θα πης του τα δηγήθηκα γω στα ταξίδια μας άκρες μέσες· μα τεριάζει, θαρρώ, πρι νάρθης στο μεταγύρισμά τους εκείνο, να πούμε τι δρόμο πήρε η δουλειά τω Σφακιών. — Και ποίος είτανε μαθές εκειδά να μας τα καλοπή. — Εγώ είμουν εκεί, αναπετιέται και φωνάζει ο Σφακιανός.

Και ήλθεν η μάννα του και του έλεγε: Γλέπεις, καταραμένε, για να μη θελήσης νάρθηςτον Γέροντα; Γλέπεις; Ύστερα, τον άλλο χρόνον, εμπαρκάρισεν. Αλλά ποτέ του δεν έκαμε Χριστούγεννα σε πολιτεία· ούτετο χωριό του, ούτε σε καμμιά άλλη πολιτεία. Αλλά πάντοτε, την ημέραν αυτήν, ευρίσκετο εις το πέλαγος.