United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταντροκόριτσο η Σμαράγδα άρχισε αυτή πρώτη. Ό,τι έκαμνε όμως να σκαρφαλώση, πετάει η μάννα της από το παράθυρο μια φωνή. — Νάρθης μέσα και σε θέλω, Σμαράγδα! Πηδάει κάτω η Σμαράγδα, σιάζει τα μαλλιά της, και δρόμο. Μείναντας μονάχος του ο Παυλής και στενοχωρημένος που έγινε αφορμή να τη μαλλώσουνε τη μικρή, τι να κάμη, τραβάει προς τους γέρους. Οι γέροι όμως ακόμα τα δικά τους.

Βρε παιδί μου, μην τύχη και βαστάει ακόμα μέσα σου το κρασί; Εμένα πια το κεφάλι μου δε γυρίζει. Έλα κάτου να σφίξουμε μια, κ' εκεί τα λέμε. — Του κάκου· χρέος μου να το διαφεντέψω τόνομά σου, και τίποτις δε με γυρίζει από το σκοπό μου. Μια βδομάδα δεν είνε που με δασκάλευες το τι να κάμω, τότες που τάχασα με τη μαζώχτρα και τόκαμα. Αράδα, σου τώρα να μ' ακούσης και συ, και νάρθης μαζί μου.

Να θυμάσαι μια άχαρη κοπελιά, που σαγάπα και θα πάρη την αγάπη της και στον άλλον κόσμο. Γιαυτή μου την αγάπη δε θέλω και νάρχεσαι κοντά μου. Να περνάς πότε πότε να σε θωρώ απ' αλάργο, ναι· και μόνο τσι μέρες που θα πας στη χώρα νάρθης να μαποχαιρετήξης. Ποιος κατέει α θα ξαναδωθούμε;

Μου παρέστησεν ότι ο πατέρας του, όπως και σεις συγκατετίθεσθε εις τον γάμον μας· τώρα δεν ημπορώ να έλθω εις το σπίτι σας. Ξέρετε αυτό με πειράζει φοβερά. Το ψέμα του Κώστα, είναι ασυγχώρητον, δεν θα έλθω βέβαια να παίζω κωμωδίες...... Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μια ιδέα! Νάρθης αύριο το πρωί στης εννηά. Μόλις θα μας ιδής και θα σε δούμεν. Ο Γεωργάκης θα έχη φύγει.

Την ώρα δεν έβλεπα νάρθης, να μου τα πης, λέγω του φίλου μου τις προάλλες, ό τι μεταγύρισε από πεταχτό ταξίδι ως την ΚρήτηΜην το θαρρής δα πως είνε κ' εύκολο να τα περιγράφω, μάλιστα καταπώς τόκαμ' αυτό το ταξίδι. Μήτε μολύβι, μήτε χαρτί. Έτσι, με τα μάτια και με το νου, αρπαχτάαπολογιέται ο λιοκαμένος μου φίλος. — Και τι καλλίτερο; ζωντανά πράματα· τα γραμμένα τα βρίσκουμε κι απ' αλλού.

Όλα όσα είχα υποφέρει, ορθωθήκανε μέσα μου, σα να θέλανε να με πνίξουν και το αιστάνθηκα σα θρίαμβο πως την έκαμα και πόνεσε. — Φύγε, μου είπε, φύγε από με. Τι ήθελες ναρθής σε με διόλου; Δεν έκλαιγε όταν έφυγε. Όμως μέσα στο θυμό μου αιστάνθηκα πως της έδωσα με ταστόχαστα λόγια μου τόσο μεγάλη θλίψη, όση δεν αιστάνθηκα ούτε θα αιστανθώ ποτέ ο ίδιος.

Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε. Τι να κοίταζε!

Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα.