Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Είμαι ο φυσικός Εμπεδοκλής• όταν δ' ερρίφθηκα εις τον κρατήρα της Αίτνης, ο καπνός με ήρπασε και μ' έφερεν εδώ πάνω και τώρα κατοικώ εις την σελήνην και ως επί το πολύ αεροβατώ και τρέφομαι με δρόσον. Έρχομαι λοιπόν να σου διαλύσω την απορίαν εις την οποίαν ευρίσκεσαι• διότι μαντεύω ότι είσαι στενοχωρημένος και λυπείσαι, επειδή δεν δύνασαι να βλέπης καθαρά τι γίνεται επί της γης.
Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη.
Ταντροκόριτσο η Σμαράγδα άρχισε αυτή πρώτη. Ό,τι έκαμνε όμως να σκαρφαλώση, πετάει η μάννα της από το παράθυρο μια φωνή. — Νάρθης μέσα και σε θέλω, Σμαράγδα! Πηδάει κάτω η Σμαράγδα, σιάζει τα μαλλιά της, και δρόμο. Μείναντας μονάχος του ο Παυλής και στενοχωρημένος που έγινε αφορμή να τη μαλλώσουνε τη μικρή, τι να κάμη, τραβάει προς τους γέρους. Οι γέροι όμως ακόμα τα δικά τους.
Ένας χωριάτης κοντακιανός, χλωμός και κατακίτρινος κι αυτός, σέρνοντας τα τρύπια τσαρούχια του, χωρίς σκάλτσες, με τα φαρδειά λερά και μισοφαγωμένα βρακιά του, χυτά κάτω απ' τη λερή φουστανέλλα του, με την καταξεσχισμένη μικρή μαύρη σκούφια του απάνω στ' άφθονα μαλλιά του, που κυμάτιζαν άγρια, και δένουνταν σ' άγριο ασπρόμαυρο κύμα με τα ψαρά γένεια του και τα μουστάκια του, σύρθηκε κι αυτός στο πλάι της γυναίκας του, αμίλητος, φοβισμένος, στενοχωρημένος που βρίσκουνταν σε τόσο κόσμο.
Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.
Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. — Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε!
Εις όλα τα προηγούμενα επαγγέλματά του ο Μιστόκλης ο Κοντούλης, εις όλας τας επιχειρήσεις του, είχε διαψευσθή. Τας μακράς του χειμώνος νύκτας στενοχωρημένος από τας ανάγκας της πολυμελούς του οικογενείας, απηρίθμει εν απογνώσει όλα τ' αποτυχόντα παλαιά έργα του, εις μάτην ζητών ν' απολαύση απλήν τινα εις νεωτέραν επιχείρησιν επιτυχίαν.
Περνώ από τη Λέσβο τη νύχτα, το φεγγάρι φέγγει στα νερά και τη Σαπφώ μου φαίνεται πως την ακούω. Στην Πόλη που πηγαίνω, είναι μια κόρη νόστιμη και λιγερή, που είναι από τα νησιά της Ιωνίας και τη λένε Σαπφώ. Όταν περνούσα τον Ελλήσποντο, τα ξημερώματα, ο νους μου στενοχωρημένος, σα φυλακισμένος, χτυπούσε παντού. Έλληνες ελεεινοί, σας σιχαίνουμαι! Μπαίνω στην Πόλη με ρωσικό πλοίο.
Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε.
Ο κόσμος περνούσε ακόμα ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα. Ταμάξια, αι καβαλλάρηδες, οι πεζοί. Εγώ ξαναρώτησα το ζητιάνο: — Γιατί κυττάζεις έτσι αυτό το δρομαλάκι; Ο ζητιάνος χωρίς να γυρίση να με ιδή μου αποκρίθηκε, μ' έναν αναστεναγμό: — Είναι το δρομαλάκι της ευτυχίας. Γέλασα και του είπα: — Ποιος σου το είπε εσένα; Ο ζητιάνος στενοχωρημένος μου μάσησε δυο λόγια: — Δεν ξέρω....
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν