Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Τρίτος τ' Ατριά σηκώθη ο γιος, ο καστανός Μενέλας, του Δία θρέμμα, κι' έζεψε διο γλήγορα άλογά του, τον Πόδαργο, δικό του ζω, και τ' αδερφού την Αίθα, 295 που ο Χέπωλος την έδωκε του βασιλιά Αγαμέμνου ροσφέτι, τι ήθελε στην Τρία μαζί του να μη σύρει, παρά στον τόπο του έτσι αφτού να μείνει, και το βιος του να χαίρεται που τούδωκε χουφτιές τα πλούτη ο Δίας, μες στη Σικιώνα που πλατιά στολίζουν χοροστάσα· αφτή έζεβε ενώ ακράτητη να τρέξει λαχταρούσε. 300

Παπαδοπούλα ήταν, καπετάνισσα να γένη λαχταρούσε... Παρακάτω μη ρωτάς και μη γυρεύης. Σαν του κλείσανε την πόρτα τα πεθερικά, τούβγαλε κι' αβανιές ο κόσμος. Άλλος πως φοβήθηκε τη θάλασσα, άλλος πως ξερνοβολούσε σαν το γατί, άλλος πως ήτανε σημειωμένος και μην τα ρωτάς.

Έτσι είπε, και την άκουσε ο κεραβνοτινάχτης, και λέει εφτύς της Αθηνάς δυο φτερωμένα λόγια «Πήγαινε κάτου στο στρατό δίχως στιγμή να χάσεις, 70 κι' έτσι να κάνεις π' άπιστα ν' αρχίσουν πρώτοι οι Τρώες και να χτυπάν τους Αχαιούς που κέρδισαν τη νίκηΈτσι είπε, και ξαπόστειλε την Αθηνά στα πλήθη, όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε, κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε, τα κορφοβούνια κάτου.

Η ιδέα της ειρήνης κυβερνούσε τώρα το νου του, καθώς άλλοτε ο πόλεμος κι ο ξολοθρεμός των αντιζήλων του. Και την ειρήνη αυτή δεν τη λαχταρούσε μόνο και μόνο για να συχάζη αναπαμένα με τις δάφνες του, παρά για να μεταρρυθμίση το Κράτος, θέτοντας το σε πιο φιλανθρωπική βάση.

Τονειρευότανε λοιπόν και το λαχταρούσε ναποθάνη στον τόπο του, κ' έτσι ξεκίνησε, με ταπομεινάρια του είναι του. Να πάη όμως μέσα στο χωριό και να πη πως εγώ είμαι ο Τάδες, αυτό δεν ταποκοτούσε. — Έπειτα είνε κι αργά. Ποιος θα με πονέση, πια τώρα! έλεγε μονάχος του καθώς άραζε το βαπόρι σε λιμάνι που γειτόνευε με ταγαπημένο νησί του.

Βάστα καλά! της έλεγε και ο Μπάρμπα-Σταυρής. Ιδών τότε ο Σπύρος ότι διά των απειλών ουδέν κατώρθου, αλλά μάλλον θόρυβος εγίνετο, απεφάσισε να μεταχειρισθή τας δεήσεις. Εις τα τοιαύτα, δεήσεις και δάκρυα, οι αργοί είνε θαυμάσιοι ημπορούν να κάμψουν και την σκληροτέραν καρδίαν, όχι την μαλακήν της Αρφανούλας καρδίτσαν όπου λαχταρούσε σαν του πουλιού.

Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν