United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς ακολουθώντας βαρούμε οι διο τον Έχτορα και τους Δαρδάνους πίσω, οι διο μας μ' ένα τ' όνομα και μια καρδιά, π' αντάμα 720 στέκοντας πάντα ατρόμητοι τον Άρη καρτεράμεΕίπε, κι' οι διο τους το νεκρό αγκαλιαστά από χάμου τον σήκωσαν ψηλά ψηλά. Και σκούξανε όλοι οι Τρώες σαν είδαν Αχαιούς μπροστά και σήκωναν το σώμα.

Έτσι είπε, και τ' αγρίκησε το λόγο ο Αγαμέμνος, και τους διαλαλητάδες του προστάζει εφτύς να κράξουν στον πόλεμο τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες· κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι.

Κοιτάξτε, πώς ο Πρόμαχος σφαμένος σάς κοιμάται, που τ' αδερφού μου αξώφλητος καιρό δα να μη μένει ο σκοτωμός εδώ. Για αφτό και συγγενή ν' αφίσει πίσω περικαλάει κανείς, λαχτάρας ξεχρεώστη485 Έτσι είπε, και τους Αχαιούς σκυλιάζει η παινεσά του, μα απ' όλους πιότερο η χολή ταράχτη του Πηνέλα κι' όρμησε εφτύς απάνου του.

Αυτός λοιπόν εκάθησε σιμά εις τον Κρονίδην Μεγαλοκαμαρόνοντας· και τον εφοβηθήκαν Αυτ' οι αθάνατοι θεοί· και πλέον δεν τον δέσαν. Εκείνα τώρα θύμισ' τον, και κάθησε σιμά του· Και πιάσ' τον απ' τα γόνατα, και παρακάλεσέ τον, Τους Τρωαδίτας, αν δεχθή· διά να βοηθήση, 'Σταις πρύμναις καιτην θάλασσαν τους Αχαιούς να διώξουν, Σκοτόνοντας, για να χαρούν τον βασιλέα όλοι.

Τώρα φοβούμαι δυνατά, μη σε πλανέσ' η Θέτη, Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου. Ταχύ σιμά σου κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά σου. Θαρρ' ότι συγκατάνευσες πιστά για να τιμήσης Τον Αχιλλέα, κι' Αχαιούς πολλούς να αφανίσης.

Πάλε του Κρόνου ο γιος καρδιά ξανάβαλε στους Τρώες 335 κι' ίσια αμπώξαν τους Αχαιούς ως στο βαθύ χαντάκι, κι' έτρεχε ο Έχτορας φωτιά γιομάτος με τους πρώτους.

Και φέρνοντάς την στο βωμό ο γνωστικός Δυσσέας, 440 στα χέρια του γερο-γονιού τη δίνει και του κάνει «Γέρο, στη Χρύσα ο βασιλιάς με στέλνει να σου φέρω την κόρη, κι' εκατοβοδιά να σφάξουμε του Φοίβου, για ναν του σπλαχνιστεί η καρδιά τους Αχαιούς που τώρα στον κάμπο πολυστέναχτες τους έστειλε λαχτάρες445 Είπε, και του την έδωκε στα χέρια· το παιδί του το πήρε ο γέρος με χαρά.

Διαρκούντος λοιπόν του χειμώνος εκείνου ο βασιλεύς αυτών Άγις ανεχώρησεν αμέσως εκ της Δεκελείας μετά στρατού και συνέλεξε χρήματα παρά των συμμάχων προς συντήρησιν του ναυτικού· διευθυνθείς προς τον Μαλιακόν κόλπον έλαβε παρά των Οιταίων πολύ μέρος εκ των λαφύρων των εξ αιτίας δήθεν αρχαίας τινός έχθρας και τους επέβαλε χρηματικήν συνεισφοράν· έπειτα ηνάγκασε τους Φθιώτας Αχαιούς και τους άλλους υπηκόους της Θεσσαλίας, με όλην την αντίστασιν και τα παράπονα των Θεσσαλών, να του δώσουν ομήρους τινάς και χρήματα.

Πόδισε τότε ο Έχτορας κι' οι στρατηγοί των Τρώων, 505 κι' οι Δαναοί ζητωκραβγούν και τους νεκρούς τραβάνε, και πάνε ακόμα πιο μπροστά. Μα σαν τους είδε ο Φοίβος από ψηλά οχ την Πέργαμο, χολόσκασε και σκούζει «Τρώες, ομπρός! Μη δείχνετε στους Αχαιούς τις πλάτες! Δεν έχουν σίδερο κορμιά, δεν τάχουνε από πέτρα, 510 που να βαστάνε όταν χαλκό τους ρήχνουν σαρκοσφάχτη.

Κι' έτσι ήβγε να ξυπνήσει τον αδερφό του, π' όλους τους στην εξουσία περνούσε τους Αχαιούς, και σα θεό τον λάτρεβε το πλήθος. Κι' εκεί τον βρήκε, στ' ακρινό καράβι του από δίπλα, 35 πούβαζε τ' άρματα· κι' αφτός χαρούμενος τον είδε.