Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Την έχθραν ψάλλε την κακήν, θεά, του Αχιλλέως· 'Πού έφερε τους Αχαιούς αναρίθμητους πόνους· Και εις τον άδην έρριξε πολλαίς ψυχαίς ανδρείαις Ηρώων· και τους έκαμεν αυτούς φαγί των σκύλων, Κι' όλων των όρνιων κ' η βουλή τελείωσε του Δία. Από τι δα εμάλωσαν, κ' εχώρισαν τα πρώτα Ο δοξασμένος Αχιλλεύς, κ' ο βασιλεύς Ατρείδης; Και ποιος θεός τους έβαλε εις λόγια να μαλώσουν;
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 80 «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο, Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του, τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο, 'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης 85 εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας, ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη• και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος, τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, 90 για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων, 'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια• και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω, να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του, και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». 95
Ειδέ αφτός, τον ορισμό του ας κάνει· 430 δουλιά του Τρώες κι' Αχαιούς να κυβερνά όπως κρίνει.» Είπε, και πίσω γύρισε τ' ωριότριχο ζεβγάρι. Κι' οι Εποχές τούς ξέζεψαν τ' αψηλοπίλαλα άτια και τάδεσαν στ' αθάνατο παχνί τους, και τ' αμάξι τόγυραν πας στα γιαλιστά απ' όξω μπροστοτοίχια. 435 Κι' οι διο τους στα χρυσά σκαμνιά καθίζουν μες στων άλλων θεών τον κύκλο, κι' είχανε τα σπλάχνα μαραμένα.
Τότε έτσι αλαλιασμένο στη μέση των συντρόφων του τον απιθώνουν χάμου, και παν αφτοί και παίρνουνε το δίγουβο ποτήρι. Τρίτα άλλα φέρνει του Πηλιά ο γιος βραβεία αμέσως 700 και προσκαλνάει σε πάλεμα τους Αχαιούς σκυλήσο.
Κι' όχι δεν είπε της θεάς μήτε της γης ο σείστης, Μον πάει στον πύργο οχ του γιαλού τα βαθιά, και καθίζει 15 καταμεσύς τους κι' αρωτάει τον ορισμό του Δία «Τι πάλι, Αργυροκέραβνε, σε συντυχιά μάς κράζεις; Κάτι για Τρώες κι' Αχαιούς σα ν' αναδέβει ο νους σου, τι τώρα αυτών ο πόλεμος είναι άσβυστα αναμένος.»
Τι είχε σκοπό στους Αχαιούς και Τρώες να στείλει ακόμα στεναγμούς και πίκρες και πολέμους. 40 Και ξύπνησε, κι' η θεϊκιά φωνή είτανε χυμένη γύρω, κι' ορθός κάθεται, και βάζει το πανώριο σκουτί, καινούργιο μαλακό, και την πλατιά του κάπα, κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά του πόδια, κι' ασημοκάρφωτη κρεμάει γύρω στους ώμους σπάθα· 45 έτσι, κρατώντας το ραβδί το γονικό στα χέρια, τ' άλιωτο πάντα, κίνησε για το καραβοστάσι.
Τότες του Δία θύμωσε η κόρη και της είπε «Μη μ' ερεθίζεις, άμοιρη, κι' απ' το θυμό σ' αφήκω, «και τόσο σ' οχτρεφτώ όσο πριν σ' αγάπησα περίσσα, 415 και πλέξω τρομερούς σκοπούς ανάμεσα στους διο τους, τους Τρώες και τους Αχαιούς, κι άσκημα εσύ τελειώσεις.»
'Πάγω λοιπόν 'ς τον Όλυμπον τον καταχιονισμένον Εγώ, να 'πώ τον λόγον σου εις τον αστράφτην Δία, Αν πείθεται· και κάθου τώρ' εις τα γοργά καράβια· Και κάκιωνε τους Αχαιούς, και παύσ' απ' τους πολέμους.
Μα όπιος να φύγει βάρθηκε καλά και σώνει, ας έβγει να βάλει χέρι στο γοργό καλόδετο καράβι, για να κατέβει αρχύτερα των αλλωνών στον Άδη. Μα, αφέντη, κρίνε ορθά κι' εσύ, μα αγρίκα και τους άλλους, 360 κι' ο λόγος τώρα που θα πω δεν είναι ναν τον ρήξεις. Κατά γενιές τους Αχαιούς και κατά έθνη σάξ' τους, γενιά βοήθια σε γενιά κι' έθνος να φέρνει σ' έθνος.
Ο Αχιλλεύς δε και μετά προς τον Ατρείδην είπε Λόγους πικρούς, κι' απ' τον θυμόν δεν έπαυεν ακόμα. Μεθύστακα, σκυλόμματε, και με καρδιάν ελάφου! Δεν τόλμησες ν' αρματωθής εις πόλεμον ποτέ σου Με τον λαόν, ή μ' Αχαιούς τους πρώτους εις καρτέρι· Αλλά σε φαίνεται αυτό, ότ' είν' η μαύρη μοίρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν