United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι ξενιτεμένη πολλά χρόνια, δίχως γράμμα και δίχως αντιλογιά, και δεν απελπίστηκε ακόμα, περιμένοντας τον άντρα της από τα Ξένα. Σ' αυτά τα λόγια ο ξένος, σέρνοντας από πίσω του το μουλάρι με το κυπρί, που λαλούσε ακατάπαυτα «τριγκ-τριγκ-τριγκκκκ.... » στάθηκε, σα να ήθελε να βρη με το μάτι του κάτι τι, ή να θυμηθή κάτι τι.

Ω θα είναι βέβαια φοβερό να είναι κανένας στην κατάστασή της. Να μην μπορή να κάμη τίποτε και να πέφτη συντριμένη με το παραμικρότερο που της φέρνει ανησυχία ή θλίψη. Να συλλογίζεται ακατάπαυτα το θάνατο, που πιστεύει πως θα έρθη, μα δεν έρχεται.

Γιατί έχω ζήσει πολύ, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά παρατηρήστε αυτούς τους γονδολιέρους, είπε ο Αγαθούλης· τραγουδούν ακατάπαυτα. — Να τους ιδήτε σπίτι τους με τις γυναίκες τους και τα κουτσούβελά τους, είπε ο Μαρτίνος. Ο δόγης έχει τις πίκρες του, οι γονδολιέροι τις δικές τους.

Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «Πηλείδη Αχιλλέα, των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανατην πετρωτήν Ιθάκη, τιάκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, 480 και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα• αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι. σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι, και τώρα πάλιτους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι• 485 όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη».

Το είδος αυτό του πηγαιμού στην εκκλησιά, κάθε φορά, που γίνεται η λειτουργία πολύ νύχτα, δίνει μια καταχθόνια όψη στο χωριό, όψη, που εξυψόνεται σε πραγματική σκηνή του Άδη, από το σκοτάδι, από τες άφλογες λάμψες των δαυλιών κι' από τα φοβερά κι' ακατάπαυτα γαυγίσματα των σκυλλιών, που δεν είναι συνηθισμένα να βλέπουν συχνά τέτοιο θέαμα.

Δεν έχουμε τίποτε να του ζητήσουμε, μας τάδωσε όλα, όσα μας χρειάζονται· τον ευχαριστούμε ακατάπαυτα. Ο Αγαθούλης είχε την περιέργεια να ιδή κανένα παπά· ρώτησε πού είναι. Ο αγαθός γέρος χαμογέλασε. — Φίλοι μου, είπε, είμαστε όλοι παπάδες. Ο βασιλιάς κι' όλοι οι αρχηγοί οικογενειών ψέλνουνε ύμνους ευχαριστήριους πανηγυρικά κάθε πρωί και πέντε έως εξ χιλιάδες μουσικοί τους συνοδεύουνε.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «μητέρα, ανάγκη μ' έφερετον Άδη να ερωτήσω την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία• 165 τιάκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη, και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα, απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη να πολεμήσω επέρασατην εύιππην Τρωάδα. τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία 170 μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει• ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη; τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει; την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων 175 άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον; ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου• με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι, ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη

Όσο γένεται με κόπο 805 Και μ' αγώνα του ο καλός Ακατάπαυτα φουσκόνει, Ωσπού σκάζει σαν τρελλός. Έτζι όλοι αποχαλνιούνται, Όσοι δεν ευχαριστιούνται, 810 Να πορεύουν τη ζωή τους Κατά την κατάστασί τους. Τα μεγάλα επιθυμόντας, Περηφάνιαις κυνηγόντας, Καταντάν σε φαντασία, 815 Που τους φέρει εις δυστυχία, Και ο κόσμος, που τους βλέπει, Τους γελάει, γιατί τους πρέπει·

Ακατάπαυτα, για πολλή ώρα κι αφού πάψανε οι σπασμοί, μου φαινότανε πως έβλεπα το πρόσωπό της παραμορφωμένο και το σώμα της να τρέμη τόσο φοβερά. Και θυμήθηκα τις τελευταίες στιγμές του Σβεν.

Πάω στην πόλη να κόψω τα μαλλιά, φώναξε. Είτανε γεμάτος ζήλο κ' ευχαρίστηση κι όταν κάθησε στο τραίνο, φλυαρούσε ακατάπαυτα και γύρισε κ' είπε ενός άγνωστου ηλικιωμένου κυρίου, που δεν τον είδε ποτέ στη ζωή του, πως πηγαίνει στην πόλη να του κόψουν τα μακριά μαλλιά. Ο ξένος κύριος σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα, έρριξε στο παιδί ένα ξεχασμένο αδιάφορο βλέμμα και ξακολούθησε να διαβάζη.