United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε να τρέμη και να λέγη προς τον Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ, είμασθε χαϊμένοι· σήκω το γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή ο άνδρας μου εδώ μαζί με εμένα μας θανατώνει και τους δύο.

Και αυτός, αφού το έλαβε και παρά πολύ γαλήνιος, Εχεκράτη, χωρίς διόλου να τρέμη, ούτε ν' αλλάξη το χρώμα του, ούτε η όψις του προσώπου του, αλλά καθώς συνήθιζε, κυττάξας με σταθερότητα προς τον άνθρωπον είπε· Τι λέγεις δι' αυτό το ποτόν, επιτρέπεται να κάμωμεν σπονδήν από αυτό εις κάποιον ή όχι; Τρίβομεν τόσον, ω Σώκρατες, είπεν, όσον νομίζομεν ότι είναι αρκετόν, διά να πίη κανείς.

Μωρή, έλα στο νου σου, και στοχάσου πως όποια θα τόνε 'πάρη το Μανώλη της κλώθει η μοίρα της με το χρυσό σφεντύλι. Καλλίτερο δεν θα βρης σ' ό,τι κι' άνε πης. Η καλή γνώμη στον άντρα είνε το καλλίτερο πράμμα. Ποτέ δε θα σου χαλάση το χατήρι σου. Και θάχης άντρα να τόνε χαίρεσαι, να γεμίζη το σπίτι όντε θα μπαίνη και να τρέμη η γης στο πάτημά του.

Τα δάχτυλά της τόσο πολύ είχαν αδυνατίσει που μόλις κρατούσε απάνω το δαχτυλίδι. Κοιμώντανε έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι με το ένα χέρι του Τριστάνου περασμένο στο λαιμό της φίλης του, το άλλο ριγμένο στ' ωραίο της σώμα. Αλλά τα χείλη τους δεν άγγιζαν καθόλου. Ούτε ένα φύσημα αύρας, ούτε ένα φύλλο να τρέμη.

Γιατί να τρέμη; Δεν κρατεί μυστικούς τους έρωτές της; Ποιος θα μπορούσε να υποπτευθή τον Τριστάνο; Ποιος θα μπορούσε να υποπτευθή τον ίδιο το γυιό του Βασιληά; Ποιος τηνέ βλέπει; Ποιος την κατασκοπεύει; Ποιος μάρτυρας; Ναι, ένας μάρτυρας την κατασκοπεύει, η Βραγγίνα. Η Βραγγίνα την παραμονεύει. Η Βραγγίνα μοναχά γνωρίζει την ζωή της. Η Βραγγίνα την κρατεί στη διάκρισί της. Θεέ!

Το παιδίον, το οποίον πρότερον ήθελε να παίξη, φοβίζον τον ποιμένα με την κενήν εκείνην κάπαν, ήρχισε τώρα να τρέμη εκ του φόβου και να πτύσση δειλώς, εντρεπόμενον πλέον και να εξυπνήση τους κοιμωμένους ποιμένας, αφού προηγουμένως προσεποιήθη μετά γενναίας απλότητος ότι δεν φοβείται τους Καλικαντζάρους.

Εις εκάστην πράξιν την οποίαν ήθελε κάμη, σχετιζομένην πως προς την εκκλησίαν, ελάμβανε πρώτον την γνώμην των ιερέων ενήστευε μετ' ακριβείας, τας τετράδας και παρασκευάς, τα τρίμερα, τας δευτέρας, ως αι γραίαι κ' εν γένει ήτο τύπος θεοφοβούμενου χωρικού. Ήδη ακούων τας φοβεράς λέξεις του ιερέως ήρχιζε ν' ανατριχιάζη και να τρέμη σύσσωμος μη υπομένων δε πλέον επήδησεν όρθιος.

Ο βασιλεύς εξηκολούθησε να γυρίζη φύλλα, βρέχοντας πάντοτε το δάκτυλον εις το στόμα του, έως που άρχισε το φαρμάκι ολίγον κατ' ολίγον να κάμνη την ενέργειάν του εις το στόμα· αιφνιδίως ο βασιλεύς άρχισε να τρέμη και να παραλαλή ως σεληνιασμένος· του εσκοτίσθησαν τα μάτια, και τέλος πάντων εκρημνίσθη από τον θρόνον εις την γην.

Ο Μοχόγλους όταν έφτασε, αντί να περάση, σταμάτησε το άλογό του μπροστά στο Σιφογιάννη και τούπε: — Πού πας, μωρέ; — Στσ' ορισμούς σου αγά. Πάω σταμπέλι μου να κάμω μια ολιά δουλειά. — Και σήμερο δεν έχετε σκόλη, εσείς οι Ρωμιοί; Ο Σιφογιάννης άρχισε να τρέμη. — Ναίσκε, αγά. — Οϊλέσα, μωρέ, είνε κρίμα να δουλεύγη τέτοια μέρα ένας Ρωμιός;

Αν είχες γένεια, σ' έκαμνα εγώ εσένα τώρα να τρέμη το πηγούνι σου! Τι θέλεις; ΚΟΡΝ. Ω αχρείε! α’ ΥΠΗΡ. Τόπον λοιπόν εις την οργήν, κι' ας γίνη ό,τι γίνη! Μάχονται. Δος το σπαθί σου. Ο αισχρός αντίστασιν θα κάμη! α’ ΥΠΗΡ. Μ' εσκότωσε...Αυθέντα μου, σου μένει ένα 'μάτι να τον ιδής τι έπαθε! Αποθνήσκει. ΚΟΡΝ. Δεν θα τον αφήσω τίποτε άλλο να ιδή και με το άλλο 'μάτι.