Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Το Τελώνιον ακούοντας τούτο το όνομα άρχισε να τρέμη, και λέγει· ομνύω εις το όνομα του μεγάλου Προφήτου, ότι ήμουν μέσα εις τούτο το αγγείον, και τούτο είναι αληθέστατον διά τον όρκον μου.

Νομίζω δε, είπεν ο Σωκράτης, ότι, εάν χωρισθή από το σώμα γεμάτη μιάσματα και ακαθαρσίας, διότι όλον τον καιρόν ευρίσκετο μαζί με το σώμα, και επεριποιείτο και ηγάπα τούτο, και ήτον από αυτό μαγευμένη, και ένεκα των επιθυμιών και ένεκα των ευχαριστήσεων, τόσον πολύ, ώστε να νομίζη ότι κανέν άλλο πράγμα δεν είναι αληθινόν παρά εκείνο, το οποίον έχει μορφήν σώματος, το οποίον ημπορεί κανείς να πιάση και να ίδη και να πίη και να φάγη και να μεταχειρισθή εις τας αφροδισίους ευχαριστήσεις· εκείνο δε το οποίον είναι σκοτεινόν και δεν ημπορούν τα μάτια να ίδουν, ημπορεί δε κανείς να το ίδη και να το συλλάβη διά της φιλοσοφίας, τούτο δε συνηθισμένη να μισή και να το τρέμη και να το αποφεύγη· νομίζεις ότι μία λοιπόν ψυχή ευρισκομένη εις τοιαύτην κατάστασιν ότι θα χωρισθή από το σώμα καθαρά και απλή;

Τα παιδιά, τα οποία κατά το απόγευμα έπαιζαν εις τον δρόμον, ανεφώνησαν μετ' ολίγον: «Ο Πατούχας! ο ΠατούχαςΚαι η χήρα ανασκιρτήσασα, έτρεξεν εις την θύραν και με συγκίνησιν, ήτις την έκαμε να τρέμη σύσσωμος, είδε τον Μανώλην ερχόμενον. Ήτο λερωμένος και παρηλλαγμένος, αλλ' ανδρωδέστερος. Τα μαλλιά του είχαν παραμεγαλώση και η αταξία των έδιδεν εις την μορφήν των κάτι τι το θηριώδες.

Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων. Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και σιωπηλαί. Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις κανέν παράθυρον. Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να τρέμη.

Ακατάπαυτα, για πολλή ώρα κι αφού πάψανε οι σπασμοί, μου φαινότανε πως έβλεπα το πρόσωπό της παραμορφωμένο και το σώμα της να τρέμη τόσο φοβερά. Και θυμήθηκα τις τελευταίες στιγμές του Σβεν.

Α’. ΦΥΛΑΞ. Ένας χωρικός ο οποίος της έφερε σύκα. Να το καλάθι. ΚΑΙΣΑΡ. Λοιπόν εδηλητηριάσθησαν; Α’. ΦΥΛΑΞ. Η Χάρμιον αυτή, Καίσαρ, έζη προ ολίγων ακόμη στιγμών ήτον ορθία και ωμίλει· εύρον αυτήν διορθώνουσαν το διάδημα της νεκράς κυρίας της· έπειτα ήρχισε να τρέμη και παρευθύς έπεσεν. ΚΑΙΣΑΡ. Οποία ευγενής αδυναμία!

Όταν όμως καθόμουνα στο τραίνο και γύριζα στη Στοκχόλμη για ναρθώ πάλι από κει στο σπίτι μου, με κυρίεψε τόση αγωνία, που δεν μπορούσα να τη νικήσω. Λίγο πρι να φύγω, είχα μιλήσει στο τηλέφωνο με τη γυναίκα μου. Άκουσα από μακριά τη φωνή της να τρέμη από χαρά: Ο Σβεν πηγαίνει καλήτερα! Κάθησε στο κρεββάτι και γέλασε και φλυάρησε.

Με σταματάτον δρόμον μου. — Κρύψετε την φωτιά σας, ω άστρα, φως να μην ιδή τον σκοτεινόν μου πόθον, να μην ιδή το 'μάτι μου το χέρι! — Πλην να γείνη ό,τι το 'μάτι να ιδή θα τρέμη, όταν γείνη! ΔΩΓΚΑΝ Αλήθεια, Βάγκε αγαθέ, γενναίος είν' ο Μάκβεθ! Κατήντησα να τρέφομαι με τα εγκώμια του συμπόσιόν μου είν' αυτά! Πηγαίνωμεν! Εκείνος επήγ' εμπρός με τον σκοπόν να μας προϋπαντήση. Τι συγγενής!

Να μη μου φέρνη πυρετούς θερμή φιλοπατρία, να πολεμώ ανήμερος μ' ανήμερα θηρία, το καύκαλό μου το ξερό να μου το ροκανίζουν και με δοντιών τριξίματα να μου το πριονίζουν αλλά κι' εγώ το αίμα των να πίνω αιμοβόρος κι' από βρυγμούς και βρυχηθμούς να τρέμη κάθε όρος.

Πώς να κάμω λοιπόν; Κρύος ιδρώς μου ήλθε την τελευταίαν στιγμήν. Η φωνή μου άρχισε να τρέμη, τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου τρεμούλιασαν. Αλλά μόλις εκαλανάρχησα εις τον ψάλτην το τέλος «η προαίρεσις δίδου», και μου δίδει μια ο πατέρας και ευρίσκομαι αμέσως μπροστά 'στο στασίδι του δημάρχου πρώτα-πρώτα. Η προαίρεσις δίδου! Φωνάζει αντί για μένα ο πατέρας μου, σαν να με δίδασκε.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν