United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, άνομη και επίβουλη, γεμάτος από θυμόν εφώναξα, τι είνε τούτο που έκαμες; έλαβες τόσην τόλμην να κατόρθωσες ένα κάμωμα τόσον σκληρόν και θηριώδες; αν, εσύ είχες τέτοιαν γνώμην, διατί να μεταχειρισθής εμένα τον ευεργέτην σου μέσον του θηριώδους θυμού σου, και να με κάμης να σου τον φέρω ο ίδιος διά να τον θανατώσης; Νέε ξένε, με αντίκοψε, μη σου κακοφαίνεται που διά μέσου σου εξεδικήθηκα τούτον τον παράνομον Ναμαράν· τούτος είνε ένας επίβουλος· εσύ δεν θέλεις με ονειδίσει οπόταν μάθης την παρανομίαν του· επειδή και αυτός είνε ο αίτιος της συμφοράς μου, την οποίαν ιδού που θέλω σου την διηγηθή διά ανάπαυσίν σου.

Αλλά ν' αγωνίζονται οι νέοι με όπλα και να τους βλέπωμεν να πληγώνωνται δεν το επιτρέπομεν, διότι είναι θηριώδες και καθ' υπερβολήν σκληρόν. Είνε δε προσέτι ανωφελές να φονεύωνται οι ανδρειότεροι, οίτινες περισσότερον δύνανται να χρησιμεύσουν εναντίον των εχθρών.

Και τελειώνοντας τούτο το θηριώδες δείπνον, ανεχώρησεν υποκάτω εις μίαν καμάραν, και εκεί επλάγιασε διά να κοιμηθή· και όταν απεκοιμήθη ερόγχιζε τόσον δυνατά, που εφαίνετο ωσάν βροντές το ρόγχισμά του, και σχεδόν ηκούετο έως πενήντα μίλια δρόμον και εκοιμήθη έως την αυγήν έτσι ρογχίζοντας τόσον που αχολογούσαν όλα τα βουνά ολόγυρα.

Τα παιδιά, τα οποία κατά το απόγευμα έπαιζαν εις τον δρόμον, ανεφώνησαν μετ' ολίγον: «Ο Πατούχας! ο ΠατούχαςΚαι η χήρα ανασκιρτήσασα, έτρεξεν εις την θύραν και με συγκίνησιν, ήτις την έκαμε να τρέμη σύσσωμος, είδε τον Μανώλην ερχόμενον. Ήτο λερωμένος και παρηλλαγμένος, αλλ' ανδρωδέστερος. Τα μαλλιά του είχαν παραμεγαλώση και η αταξία των έδιδεν εις την μορφήν των κάτι τι το θηριώδες.

Και ευθύς αρχίσαμεν και εκατασκευάσαμεν μερικές καλαμωτές καλά δεμένες και πλεγμένες με βέργες, τες οποίες αφίνοντάς τες εις το περιγιάλι εμισεύσαμεν προς το βασίλευμα του ηλίου διά να υπάγωμεν εις το παλάτιον του θηριώδους Κύκλωπος με σκοπόν τοιούτον ότι την νύκτα όταν αυτός κοιμάται και ρογχίζει, με ένα από τα δικά του σουβλιά να του βγάλωμεν το μάτι, έπειτα να τον θανατώσωμεν, αν δυνηθώμεν, ει δε μη μένοντας τυφλός δεν ηδύνατο να μας βλάψη με το να μη μας έβλεπε, και εάν ήτο μοναχός ημπορούσαμεν να ζήσωμεν εις το νησί μετά τον θάνατόν του· ειδεμή και είχε και άλλους συντρόφους και δεν ηθέλαμεν κατορθώσει τον θάνατόν του, αυτός όντας τυφλός ήθελε τους κράξει με την φοβεράν του και βροντώδη φωνήν εις βοήθειαν του, ημείς τότε έχοντας έτοιμες τες καλαμωτές εις το περιγιάλι ευθύς τρέχοντες τες ρίχνομεν εις την θάλασσαν και εμβαίνοντες μέσα με τα κουπία θέλομεν φύγει την θηριώδη ορμήν εκείνων και κάλλιον να ενταφιασθώμεν εις τα κύματα της θαλάσσης παρά εις το θηριώδες στομάχι του αγρίου γίγαντος.

Και ποίον άλλο υπόδειγμα ηδυνάμην να προτιμήσω από εκείνο το οποίον εγνώριζα ως το τελειότερον; Ή έπρεπε να κάμω τον άνθρωπον ζώον ανόητον, άγριον και θηριώδες; Αλλά τότε πώς θα προσέφεραν θυσίας εις τους θεούς και πώς θα σας απένεμον τας άλλας τιμάς αν ήσαν τοιούτοι; Αλλά σεις όταν μεν σας προσφέρουν εκατόμβας προσέρχεσθε και δεν βαρύνεσθε ούτε και αν είνε ανάγκη να μεταβήτε μέχρι του Ωκεανού «μετ' αμύμονας Αιθιοπήας »• τον δε αίτιον των προσφερομένων προς υμάς τιμών εσταυρώσατε.

Ετούτο το θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με πολλήν βίαν εις το καράβι μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που έστεκεν εις την πρύμην, και τον έφερεν εις τον αέρα.