United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• «Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170 κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια. και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος, απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175 με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις• και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε, ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180 αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση, 'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».

Λέγουν πως τοιμάστηκε τότες να ξανακάμη το κατόρθωμα του Ξενοφώντα με τους Μύριους, κι αυτό σα να μας δείχνη πως και στους πολέμους κατά τα βιβλία πήγαινε. Δεν είταν όμως γραφτό του. Μια μέρα, εκεί που του χτυπούσαν οι Πέρσοι την πισοφυλακή του, όντας και μεγάλη ζέστη, καβαλλικεύει δίχως την αρματωσιά του και τρέχει στη μάχη. Τούρχεται μια κονταριά στην κοιλιά, κι αυτό είταν το τέλος του.

Πριν όμως έρθη του Λικινίου το τέλος, πέρασε ο Κωσταντίνος εννιά απόλεμα, όχι όμως και ήσυχα χρόνια στη Γαλατία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη. Κανόνισε τότες τη δοίκηση και τη νομοθεσία, όσο γίνεται κατά τις χριστιανικές τις ιδέες· επειδή όντας οι χώρες εκείνες ανακατεμένες ακόμα, τέτοια έπρεπε να είναι και τα μέτρα του κ' η γενική του πολιτική.

Για καλή μας τύχη όμως βρήκε το τέλος του ο Ιουλιανός στην Περσία, και δεν καλοξέσπασε ο φοβερός εκείνος ο πόλεμος, που μπόρειε και στο αίμα να καταντήση· επειδή αλλιώς δεν ξηγιέται το πάθος και το φαρμάκι πούχυσε τότες ο Γρηγόριος μέσα στους λόγους του. Είπε πολλά κι ο Βασίλειος, μα σοβαρώτερος όντας αυτός, οι λόγοι του είταν πιο ατάραχοι και πιο βαθιοστόχαστοι.

Πες του, μωρέ, πόλεμος έγινε δε μπορούσε παρά να χαθούν κι άνθρωποι. Ο μ π ί μ π α σ η ς κούνησε το κεφάλι του κι αποκρίθηκε «κι από μας τσοκ! Τόρα φευγάστε και το Σάββατο άμα έρθη ο διοικητής σας να φιλιωθούμεΚι ο μ π ί μ π α σ η ς έκαμε ένα βήμα να φύγη, όντας στάθηκε κι είπε: Ε! δεν είστε, σεις στρατιώτες, είστε κλέφτες!... Πες του γιατί, μωρέ; λέω στο δραγομάνο μου.

Εις εκείνο το αναμεταξύ, έγινεν εις εκείνην την βασιλεύουσαν πόλιν επανάστασις διά να αλλάξουν τον βασιλέα, όντας αρχηγός της επαναστάσεως ο ίδιος ο υιός του βασιλέως, ζητώντας να εξώση τον πατέρα του διά να λάβη αυτός τα σκήπτρα της βασιλείας, καθώς και εσυνέβη εις όλον το ύστερον με την δυναστικήν παραίτησιν του πατρός του.

Παλικαράς όντας κι αγαπημένος από τους παλιούς του συντρόφους, μόλις τους φώναξε να παρατηθούν από την προδοσία και τους μαλάκωσε. Παίρνει τότες την αρχηγία του στρατού ο γέρος ο Ορβέτιος, παλιός στρατηγός του Μεγάλου Κωσταντίνου, κ' ύστερ' από μερικά τσουγκρίσματα με τους συνωμότες απόμεινε ο Προκόπιος ολομόναχος.

Ο λαός όμως αντίς να συχάση πήρε πιώτερο θάρρος, και καθώς πάντα τυχαίνει σε τέτοια κινήματα, από απλή δικαιοσύνη που γύρευε στην αρχή ζητούσε τώρα να φέρη γενική αναστάτωση. Φευγάτος όμως όντας ο Πρόβος στην Ασία, βάζουνε φωτιά στο μέγαρό του και φεύγουν. Οι άλλοι δυο ανιψιοί του Αναστασίου, ο Υπάτιος κι ο Πομπήιος, βρίσκουνταν ως την ώρα στο παλάτι μαζί με τον Αυτοκράτορα.

Κι' όντας εμπήκαμε στο καϊκάκι κ' ετράβηξε τα κουπιά του κατά τα Γιάννινα ο γέρος καϊξής μας, σα νάκλειε με μαλαματένιο κλειδί μέσα σε διαμαντένιο σεντούκι όλες εκείνες μας τες εντύπωσες από τ' ωραίο πανηγύρι μας είπε: — Σα σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά, μώλεγεν ο πατέρας μου, πως καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι στα Γιάννινα της στεριάς κι απέρναγαν από τον πλάτανο τ' Αλήπασα, είδαν απόξω κει το σκοτομό του κλέφτη του Κατσαντώνη και τ' αδερφού του.

Από τα πλάγια των βουνών πέρα, όντας φτάναμε σε κανένα μικρό άνοιγμα του δάσους, φαίνουνταν πού και πού και καμιά κορδελίτσα σταχτόχρωμου καπνού να ξετυλιέται από καμιά καλύβα τσοπάνου προς τον ουρανό.