Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Κείνον αφήκαν 'ς τα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, 200 και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα, κ' ήλθαν 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι τέσσερες, και 'ς το μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι· η Αθήνη κόρη του Διός 'ς το πλάγι τους τότ' ήλθε, 205 εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ομοία. άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε· «Μέντορα, να μη λησμονής 'ς την φοβερήν ανάγκη τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου».
Κι άμα γύρισε, έδιωξε μαζί με τους συγκλητικούς και τα δυο ανίψια του Αναστασίου, Υπάτιο και Πομπήιο. Του κάκου αυτοί τονέ βεβαίωναν πως είταν αθώοι. Μαθόντας την Κεριακή εκείνη ο λαός πως ο Υπάτιος κι ο Πομπήιος δώχτηκαν από το Παλάτι, τρέχει στο μέγαρο του Υπατίου και τονέ διορίζει Βασιλέα. Ό,τι μπόρεσε έκαμε η γυναίκα του Μαρία να τον καταπείση ναποφύγη το ζαχαρωμένο αυτό φαρμάκι.
«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε• ήδη 'ναι όλα 410 μαζή 'ς το μέγαρο• το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα, και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».
Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325 αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα, άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.
Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460 καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».
Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων, πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος· πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. 50 αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων.
Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες 625 με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια, 'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. και των μνηστήρων οι αρχηγοί και 'ς την ανδρεία πρώτοι, ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν. 'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, 630 και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας•
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη• «Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω• οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180 απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία. της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας, να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω• ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν