United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διάβαζα και ξαναδιάβαζα στη νιότη μου, πως τους μεγάλους σου εκείνους ηρώους, τους λαμπρούς σου τεχνίτες η δύναμη της ομορφιάς σου τους γέννησε. Τα διάβαζα, και σα Βαγγέλιο τα πίστευα. Τώρα όμως που σε διαβάζω και σένα, τέτοια θάματα δε βλέπω να φτειάνης. Αιώνες σε βυζάνει ένας Τούρκος, κι ως τόσο το αίμα του μένει το ίδιο. Η ίδια η όψη του, η πίστη, ως κ' η βλαστημιά του η ίδια.

Δεν ηρώτα ποτέ την πάσχουσαν πώς επέρασε την ημέραν, αλλά και δεν εγόγγυζε ποτέ ούτε παρεπονείτο διατί να είνε άρρωστη. Είχεν εργασίας, είχε σχέδια, ειργάζετο ο ίδιος, αλλά και δεν έπαυε να έχη παραγυιούς, να δανείζεται και να πληρώνη ημεροκάματα. Είχε δύο τρεις ελαιώνας λαμπρούς, φθονετούς, κ' εύρισκε τους δανειστάς προθύμους.

Και παίρνει κι' ακουμπάει σταμνιά με μέλι και με λάδι 170 στο νεκροκράβατο. Έπειτα βαρβάτα τέσσερα άτια ρήχνει στενάζοντας βαριά μες στο σωρό των ξύλων. Εννιά 'χε ο βασιλιάς λαμπρούς του τραπεζιού του σκύλους· διο κι' από δάφτους έσφαξε.

Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280 «Ω ξέν', ευρίσκεσαιτην γην, οπ' ερωτάς να μάθης, και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν· και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις, εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον, θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285 με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος. και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε, άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος, 'ψάριατον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290 και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας, εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη, ως πρέπει, δεν ξεφώνησετην ύστερή του κλίνη, 295 ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου; πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300 ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν

Ο λαός κατηυλίζετο εις τους λαμπρούς κήπους της Δομιτίας και της Αγριππίνης, εις το πεδίον του Άρεως και εις τους κήπους του Πομπηίου, του Σαλουστίου και του Μαικήνα. Είχε ζητήσει καταφύγιον εις τας επαύλεις, εις τα παραπήγματα και τα άντρα τα προωρισμένα διά τα θηρία.

Εκείνος όστις είδε τα παιδία της Ναζαρέτ με τα ερυθρά των καφτάνια, και τους λαμπρούς χιτόνας των τους μεταξίνους ή μαλλίνους, ζωσμένα με τας ζώνας των τας πολυχρώμους, και κάποτε φέροντα και τα πλατέα επανωφόριά των τα κυανά ή λευκά, — εκείνος όστις παρηκολούθησε τας πολυθορύβους και φαιδράς παιδιάς των και ήκουσε τους αργυροήχους γέλωτάς των, εκεί όπου πλανώνται ανά τους λόφους της μικράς γενεθλίου κοιλάδος των, ή παίζουν καθ' ομίλους επί των κλιτύων παρά την γλυκείαν και άφθονον πηγήν των, — δύναται ίσως να σχηματίση ιδέαν τινά περί του πώς εφαίνετο και πώς έπαιζεν ο Ιησούς όταν ήτο και αυτός μικρόν παιδίον.

Θυμάσαι τι λέγαμε στο χωριό; Αυτό θα σου πη κάθε φρόνιμος πατριώτης και δω, αν του ανοίξης ομιλία για τους λαμπρούς αυτούς αμανίτες. «Ας είναι καλά, φίλε μου, αι ατομικαί επιχειρήσεις· ειδεμή η Κυβέρνησις...» — Και τι την έχετε λοιπόν τέτοια Κυβέρνηση; πώς δεν κάμνετε το λαό να σας διαλέγη πιο προκομμένη Κυβέρνηση; — «Χα, χα! θα φωνάξη τότες ο πατριώτης.

Είπε καιτα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325 αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα, άματον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.

Διότι, καθώς είπαμεν, καινοφανές ήτο να απέλθη ο αυτοκράτωρ εις πόλεμον, αφού από διακοσίων ετών τοιούτον τι δεν είχε γίνη. Και αυτοί οι γενναιότατοι βασιλείς Τιβέριος Β' και Μαυρίκιος, ενώ ως στρατηγοί λαμπρούς διεξήγαγαν πολέμους, ως αυτοκράτορες δεν είχαν επιχειρήσει εκστρατείας.

Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205 'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, όμοια τα ωραία μάγουλατα δάκρυα της ελυόναν, ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210 αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, 'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλιαυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· «Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215 εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους εξένισεςτο σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».