United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να, εκεί που καθόμουν εψέςτην πατουλιά, βγήκ' ένα φίδι ξάφνου και μ' ετρόμαξε. . . έχασα όλο μου το αίμα! απήντησεν αίφνης η Σμάλτω, φοβισμένον έχουσα το πρόσωπον, ως να έβλεπε την ώραν εκείνην το φίδι προ των ποδών της. Ο χωρικός εξερράγη ήδη εις γέλωτας, όχι βεβιασμένους πλέον αλλ' αληθείς γέλωτας άνθρωπου ευθύμου.

Ας είνε, ημείς τέτοιοι δεν είμαστε . . . Μα έπρεπε κάτι να γείνη, στο πείσμα εκείνου του θεριού, εκείνου του σκυλόψαρου. Οι περί τον Μανώλην εγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ακούοντες και άμα προυχώρουν, ώστε παρ' ολίγον έφθασαν την πρώτην συνοδείαν, ης τα μέλη ηκροώντο τας λεπτομερείς και σπουδαίας ανακοινώσεις του Λάμπρου, κ' εκοντοστέκοντο, και πάλιν εβάδιζον.

Ο Μανώλης, όταν ήκουσε το συμπέρασμα και τους γέλωτας οίτινες το επεδοκίμασαν, υπό τοιούτου πανικού εντροπής κατελήφθη, ώστε ανατιναχθείς ώρμησεν, ως εκπτοηθείς τράγος, εις το «μέσα σπίτι», συναντήσας δε την μητέρα του επανερχομένην με το κρασί, την ανέτρεψε και προχωρήσας ετρύπωσεν εις το βάθος μεταξύ των πίθων. Επί μίαν στιγμήν όλοι έμειναν κατάπληκτοι διά την αιφνιδίαν εκείνην φυγήν.

Ο Ρούντυ είχεν ακούσει να ομιλούν γι' αυτά, όταν αυτός τότε που ήτο ακόμη παιδί, διενυκτέρευσε εδώ επάνω εις τα βουνά, που τα περιώδευσε. Το χιόνι έπιπτε πυκνότερα, τα σύννεφα ήσαν κάτω απ' αυτόν· εκύτταζε πίσω, δεν έβλεπε πλέον κανένα, αλλά αντελήφθη γέλωτας και λαρυγγισμούς και ο ήχος των δεν έμοιαζε να βγαίνη από στήθος ανθρώπου.

Μόλις είπεν αυτά, όπως ένας χορός εις το σημείον του διδασκάλου, όλοι οι ακόλουθοι εκείνοι του Ευθυδήμου και του Διονυσοδώρου εξερράγησαν εις θορυβώδεις επευφημίας και γέλωτας.

Και λοιπόν όσοι μεν είναι, υπερβολικοί εις το γελοίον, φαίνεται ότι είναι βωμολόχοι και ανυπόφοροι, διότι επιδιώκουν με κάθε τρόπον το γελοίον, και περισσότερον προσέχουν πώς να προκαλέσουν τους γέλωτας, παρά να ομιλούν ευσχήμως και να μη στενοχωρούν τον περιπαιζόμενον.

Η ώθησις προς την πρόοδον είνε μέγα ευεργέτημα διά τους δυναμένους να προχωρήσουν· μέγα όμως έγκλημα κατά των μη στηριζομένων καλώς εις τους πόδας των· θα ίδης πολλούς τοιούτους, πίπτοντας μετά το πρώτον βήμα των υπό τους γέλωτας του κόσμου.

Η Φουλίτσα, καιομένη υπό της επιθυμίας ν' ανακοινώση τα νέα της, ακούσασα τας φωνάς και τους γέλωτας, έσπευδε να συναναμιχθή ταχύτερο προς τον φαιδρόν κόσμον. — Σταθήτε, σταθήτε να σας πω, σταθήτε να σας πω! Εκραύγαζεν η ακριτόμυθος γραία. Συντροφιές-συντροφιές εβάδιζον εν τη μεγάλη οδώ. Νεάνιδες και ύπανδροι, χήραι και γραίαι και μικρά παιδία.

Και έως ου φθάση εις την οικίαν της χήρας Αχτίτσας, ακούει μουσικήν, βιολιά και λαγούτα, άσματα, φωνάς, θόρυβον, γέλωτας.

Μόνον όταν διήρχετο χορεύων πλησίον του Τερερέ, εστράφη προς αυτόν και έκαμε κίνημα απειλητικόν, και επιφώνημα, όπως φοβερίζουν τα παιδιά: — Ούου! Νέους γέλωτας θορυβωδεστέρους εκίνησε το παιγνίδι του Μανώλη και το ανατίναγμα του Τερερέ, ο οποίος έγινε πελιδνός. — Φταίει δα ο φονιάς; εψιθύρισεν ούτος σκύψας προς τον εκεί πλησίον καθήμενον Αστρονόμον.