United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ονάριον ίστατο ακίνητον εν μέσω της κοιλίας του σκάφους, ως νύμφη κ' εκαμάρονε τα κύματα που εχαιρέτιζον όλα εν παρατάξει την ωραίαν του Μανώλη σκαμπαβίαν.

Εσείς οι βοσκοί, είπε πάλιν ο Μπαρμπαρέζος σχεδόν με παράπονον, δεν ταγαπάτε τα γαλατερά, γιατί τάχετε κάθε μέρα και θαρρείτε πως δεν ταγαπούμε κεμείς. Και αφήσας τα γαλατερά, επανήλθεν εις την ανάμνησιν του πάππου του Μανώλη, όστις είχε φονευθή κατά την μεγάλην επανάστασιν. Του έπλεξε δε υπερβολικόν εγκώμιον, παρασκευάζων διά πλαγίας κολακείας επιδρομήν εις τον πλούσιον οίκον τον Σαϊτονικολή.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Εξωμολογήθη λοιπόν εις τας φίλας της το αίσθημά της διά τον ιδιοκτήτην της Καφεταρίας. Το πράγμα ούτω διεκοινώθη, έφθασε δε και μέχρι του Μανώλη, όστις έκαμε την αφελή σκέψιν ότι η Μαργή επροτίμησε τον Σμυρνιόν διά το επάγγελμά του. Διά να εξουδετερώση λοιπόν το πλεονέκτημα του αντιζήλου και να εξυψωθή εις την εκτίμησιν της Ζερβουδοπούλας, έπρεπε ν' ανοίξη και αυτός μαγαζί.

Η αλήθεια είνε ότι η πόρτα του μιτάτου δεν είχε κανένα δικαίωμα να ονομασθή μεγαλοπρεπής· αλλά προ ολίγου καιρού ακόμη ήτο υψηλή διά το ανάστημα του Μανώλη. Του εδόθη ούτω αφορμή να κάμη και άλλας συγκρίσεις και δεν του έμεινεν αμφιβολία ότι δεν ήτο πλέον παιδί.

Πέντ' έξ μικρά θαλασσοπούλια με ασπρόμαυρα πτερά, ένα ωραίο κοπαδάκι, ήλθαν γύρω-γύρω εις τον βράχον κ' εκαράβιζαν, θελγόμενα από το θαλασσινόν του Μανώλη άσμα, ενώ τα γαλάρια του γέρω-Παππού εισορμήσαντα εις τον εγγύς ελαιώνα, έβοσκον, λαιμάργως καταβροχθίζοντα τα τρυφερά των ελαιών βλαστάρια, πλήρη ελαιοκάρπου.

Και λέγοντες εστράφησαν ο είς προς την τράπεζαν περί ην ήτο συγκεντρωμένη η ομάς του Λάμπρου, ο έτερος προς την άλλην τράπεζαν περί ην εκάθηντο οι σύντροφοι του Μανώλη, στρέφοντες προς αλλήλους τα νώτα, χειρονομούντες υπερμέτρως ως αδέξιοι υποκριταί, ανοίγοντες τας αγκάλας προς περίπτυξιν των δύο αρχηγών των κομματικών ομάδων.

Τι να ιδώ; — Δεν πρέπει να βάζουμε σκάνδαλα στο ανδρόγυνο . . . — Μάλιστα, σ' αυτό συμφωνώ κ' εγώ, είπε μεθ' ετοιμότητος ο Λάμπρος· δεν πρέπει να βάζετε σκάνδαλα, καθώς το λέτε. — Εγώ έβαλα! είπεν οργίλως ο Μανώλη. Εγώ ήρθα να τους ειρηνεύσω, μήπως τυχόν και τους ηρεθίσατε . . . Ο Σπληνογιάννης έδιδε καθέκλαν εις τον Μανώλην. — Ας είνε, θα τα καταφέρωμεν, είπεν. — Ας είνε, κάνομε καλά, είπε.

Όλοι οι υπόχρεοι εις την αγγαρείαν εγόγγυζον, διότι ο μεν ένας είχε το σάββατον εργασίαν μη επιδεχομένην αναβολήν, ο δε άλλος έκρινεν άδικον να έχουν όλοι ίσην υποχρέωσιν, εν ώ αι ιδιοκτησίαι ήσαν άνισοι· υπόχρεως ήτο και ο Σαϊτονικολής, διό και είπεν: — Εγώ λέω να στείλω το Μανώλη. Αλλ' η Πηγή παρενέβη υπέρ του Μανώλη. — Ασυνήθιστος είνε και θ' αρρωστήση. Μη τονε πέψης.

Ο μικρός ούτος εφοίτα εις το σχολείον και ο Σαϊτονικολής είχε μεγάλην ιδέαν περί της επιδόσεώς του εις τα γράμματα, αλλά με τον τρόπον με τον οποίον το παιδίον παρετήρει την ποιμενικήν ενδυμασίαν του αδελφού του και εκ των ερωτήσεων τας οποίας του απηύθυνεν εφαίνετο ότι ευχαρίστως θ' αντήλλασσεν όλην την σοφίαν με τον ελεύθερον βίον του Μανώλη.