Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Τώρα όμως που τα βλέπουμε και τακούμε, τι χρώματα να τους δώσουμε! Τι να της ψάλουμε της βρώμικης, της σκοτεινής, της μουχλιασμένης ταβέρνας, που κρατάει φυλακισμένους και μασκαρεύει τους αξιώτερους δουλευτάδες μας! Τι τραγούδι να του πούμε του ταβερνάρη που παρακαλεί μες στην καρδιά του να μασσήσουνε τα ποτήρια του! Άκουγέ τον, το βραχνιασμένο τον τραγουδιστή της ταβέρνας!

Ο σπόρος που έπεσε μέσα στάγιό του χώμα, — που το βλέπεις κιόλας απλωμένο μπρος στα ψυχικά σου τα μάτια, — είτανε σπόρος γερός. Μα του καιρού εκείνου οι δουλευτάδες δεν ένοιωθαν από ψιλά κοσκινίσματα. Τονε σπείρανε λοιπόν καθώς βρέθηκε απάνω σ' εκείνα τα δοξασμένα βουνά. Απόμεινε μέσα κι ο σπόρος των τούρκικων αγκαθιών.

Τι να κάμουν; ο τόπος τους δεν έδινε πια ψωμί κ' έπρεπε να το ζητήσουν στα ξένα. Το περίεργο είνε που ό,τι δουλειά έπιαναν στα χέρια τους ήταν πρώτοι και καλήτεροι. Οι αφεντάδες που τους έβλεπαν τόσο προκομμένους έκαναν το θάμμα τους. — Τι διάβολο! τους έλεγαν τόσο καλοί δουλευτάδες και να πεινάτε στον τόπο σας!

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Ευθύς έμεινα παραιτημένος από τους φίλους μου, και από όλους τους δουλευτάδες μου. Τι θλιβερά μεταλλαγή της τύχης! η δύναμίς μου ευρέθη ταπεινωμένη.

Κάθισε τώρα, λέει ο Δημήτρης. Όπου και να είναι θα περάση ο Πανάγος. Την ξέρεις την ώρα του σαν έχη μάζωμα. Ξεκινάει αυτός πριν τους δουλευτάδες του. Να, από κειδά θα περάση. Μια του παίζεις, και γλύτωσε η τιμή μας. — Δημήτρη! ξεφωνίζει περίτρομος ο Μιχάλης. Έπειτα, κάπως παραπονιάρικα και με παρακάλιοΈλα στο νου σου, αδερφούλη μου, ξαναλέει.

Έχοντας οι αρχόντοι του κάθε χωριού, καθώς κ' οι μεγάλοι νοικοκυρέοι, παρμένους απάνω τους τους δουλευτάδες, όντας δηλαδή υποχρεωμένοι να εγγυούνται τους φόρους τους, για να τους αλαφρύνη η κυβέρνηση από τέτοιο βάρος, τους έδινε το δικαίωμα να πιάνουν και να ξαναφέρνουν πίσω στο χτήμα τους όσους φεύγανε για να μην πλερώσουνε.

Εγώ και συ τι είμαστε ; Δουλευτάδες, σύνεργα που θα πη στ' αφεντός τα χέρια. Αλέτρι θέλεις αλέτρι· αξίνα; Αξίνα· δαυλί; δαυλί. Μπορείς να ειπής όχι; — Πώς ; άμα θέλω το λέω. — Για δεν τόπες ως τώρα; — Δεν το σκέφτηκα. — Να εγώ που το σκέφτηκα και δεν το λέω. — Είσαι μπούφος το λοιπόν. Εκείνη την ώρα η αξίνα έσκουξε κουφά σα να φώναζε : «βρήκα!». Φως φανερά πώς χτύπησε στο μάρμαρο.

Σαράντα χρόνους τώρα μας παραζάλισε αυτό το κακό, κ' έπρεπε πια να του δοθή μια και καλή κατακεφαλιά. Ησυχία δεν είχε ο τόπος. Κατάντησε μέσα στην Πόλη ναφίνη τη δουλειά του ο κόσμος και να συζητάη θεολογικά. Ορίστε τι λέγουν πως είπε ένας που την είδε την Πόλη τους καιρούς εκείνους. «Άλλο δε βλέπεις» είπε, «παρά θεολόγους. Ως κ' οι δουλευτάδες, κ' οι σκλάβοι, θεολόγοι καταντήσανε.

Μιλήσανε για κάτι σπιτοδουλειές, και σαν κοντέψανε μεσάνυχτα, είπε της γριάς να του στρώση στην απάνω την κάμαρα, να κοιμηθή μ' ανοιχτά παράθυρα, ίσως και του περάση ο πονοκέφαλος. Μεσάνυχτα γυρισμένα, όλο το σπίτι ησύχαζε. Η γριά κάτω με τους δουλευτάδες, ο Δημήτρης απάνω, ξαπλωμένος κι αυτός στο στρώμα, όξω από το πάπλωμα όμως, με τα ρούχα, καταπώς είταν. Πού ύπνος και πού ανάπαψη!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν