United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έχει αδερφούλη ξαδερφούλη! σηκώνεται και κράζει μανιασμένα ο Δημήτρης. Μας έκλεψαν την τιμή μας, να την η γιατρειά. Κ' έδειχνε το τουφέκι του. — Μα δε σου τόλεγα μαθέ και προχτές, πως αν είταν αλήθεια — — Αλήθεια, ψέματά! Ή τονε σκοτώνεις, ή . . . σε σκοτώνω, του λέει ο Δημήτρης με χαμηλή και με βραχνιασμένη φωνή, τραβώντας το πιστόλι του από τη ζώνη του μέσα.

— «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένουςΛέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί. Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.

Μωρέ και να μη το μυριστής τόσον καιρό πως είν' άπιστη η σκύλα; — Ποιά, βρε χριστιανέ; Η γυναίκα μου; — Αμέ και ποια άλλη, κακόμοιρε, που έπρεπε μα το Θεό, καλογερόπαππας να γίνης μ' αυτά τα μυαλά, κι όχι άντρας, κι άντρας τέτοιας γυναίκας. Έτρεμε πατόκορφα ο Δημήτρης. — Έλα στο νου σου, βρε αδερφούλη μου, τι 'νε που κάθεσαι και μου κραίνεις τώρα; Και με ποιόνα θαπιστήση κι από πού ως πού;

Κ' έπειτα γύριζε ο Σβεν κ' η χαρά είτανε τόσο μεγάλη, ώστε η μαμά έπρεπε ναφίνη τη δουλειά της και να τον παίρνη στην αγκαλιά και να τον φιλή πολλές φορές. Του μικρού Σβεν του είχαμε βγάλει πολλά ονόματα στο σπίτι. Τονέ λέγαμε μικρό αδερφούλη και Νέννε, που το βρήκε μόνος του, και μαϊμουδάκι και χρυσό, όπως μας ερχότανε στο στόμα. Ήξερε όλα τα ονόματά του και ταριθμούσε και καμάρωνε γι' αυτά.

Είπε, και σα ναν τούπειθε το νου στα στήθια μέσα, κι' ότι έκανε του παραγιού ναν του τον δώκει δίπλα ναν του τον πάει στα γλήγορα καράβια, να! τρεχάτος ο αδερφός του απ' αντικρύ προφταίνει και του σκούζει «Μενέλα, α μα αδερφούλη μου, τι τους φυλάς τους άντρες; 55 Σ' τόσαξαν τάχα μια χαρά το σπιτικό σου οι Τρώες!

Κάθισε τώρα, λέει ο Δημήτρης. Όπου και να είναι θα περάση ο Πανάγος. Την ξέρεις την ώρα του σαν έχη μάζωμα. Ξεκινάει αυτός πριν τους δουλευτάδες του. Να, από κειδά θα περάση. Μια του παίζεις, και γλύτωσε η τιμή μας. — Δημήτρη! ξεφωνίζει περίτρομος ο Μιχάλης. Έπειτα, κάπως παραπονιάρικα και με παρακάλιοΈλα στο νου σου, αδερφούλη μου, ξαναλέει.

Μα κει που θα μου πάρης την ψυχή, αδερφούλη μου, κάλλια το σελάχι! ξεφώνησε ντροπαλά ο δύστυχος Καναβιός, κ' εγύρισε κατά μας, συχνοσηκώνοντας με μεγάλη στενοχώρια τους ώμους. Ο Κυρ-Λοχίας τόρα οπού εκατάλαβε τι τρέχει άναψε. Γύρισε κατά τον Ψυχομάνη στην άλλην άκρη. — Τ' είν', ωρέ, παλιόσκυλο; του λέει· τ' έχς για, ωρέ, και κάνς έτσι; Ο Ψυχομάνης τάχασε. — Ωρέ, γω σ' κρένω, τι χαλιέβς εκεί;...