United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες ο Τέφκος απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα «Τ' Ατρέα δοξασμένε γιε, τι με κεντάς να ρήχνω; Τί, δεν το θέλω εγώ; Όσο καν πηγαίνει η δύναμή μου, δεν πάβω, μόνε απ' τη στιγμή που τσάκισαν και φέβγουν, 295 όλο φιλέβω σαϊτιές και τους οχτρούς σκοτώνω. Ως τώρα οχτώ τους έρηξα τριπλόδοντες σαΐτες, κι' όλες σε σάρκες μπήχτηκαν παλικαράδων Τρώων, μα αφτόν ν' αγγίξω δε μπορώ, το λυσσασμένο σκύλο

Δεν έχει αδερφούλη ξαδερφούλη! σηκώνεται και κράζει μανιασμένα ο Δημήτρης. Μας έκλεψαν την τιμή μας, να την η γιατρειά. Κ' έδειχνε το τουφέκι του. — Μα δε σου τόλεγα μαθέ και προχτές, πως αν είταν αλήθεια — — Αλήθεια, ψέματά! Ή τονε σκοτώνεις, ή . . . σε σκοτώνω, του λέει ο Δημήτρης με χαμηλή και με βραχνιασμένη φωνή, τραβώντας το πιστόλι του από τη ζώνη του μέσα.

Εγώ δε σκοτώνω χριστιανούς, είπεν ο Σμυρνιός σχεδόν με γλυκύτητα κίσα ίσα εσένα πούσαι γυιός του καλλίτερού μου φίλου. Μόνο θέλω να μου πης είντά 'χεις μ' εμένα. — Πράμμα δεν έχω, μόνο αγαπάς τη Ζερβουδοπούλα και δε με θέλει μένα, είπεν ο Μανώλης με παιδικόν πσράπονον. Ήμουνε και μια ολιά μεθυσμένος. Ο Γιαννάκος εγέλασε και τον αφήκε να σηκωθή. — Και ποιος σούπε πως την αγαπώ; — Αυτή το λέει.

ΛΗΡ Άφησε να ομιλήσω πρώτα με τούτον τον φιλόσοφον. — Παρακαλώ, ειπέ μου, ο κεραυνός πώς γίνεται; ΚΕΝΤ Την προσφοράν του δέξου και πήγαινε, αυθέντα μου, εκεί όπου σου λέγει. ΛΗΡ Θα 'πω με τούτον τον σοφόν Θηβαίον δύο λόγια, — Ειπέ μου, τι εσπούδασες; ΕΔΓΑΡ Τον διάβολον να φεύγω και να σκοτώνω ποντικούς. ΛΗΡ Να σ' ερωτήσω θέλω κάτι κρυφόν. Ω, πείσε τον να σε ακολουθήση, καλέ μου άρχον!

ΟΣΒ. Αμέσως άφησέ τον, ή σε σκοτώνω, κνώδαλον! ΕΔΓΑΡ Τράβα εμπρός, κύριε, και άφησε τους πτωχούς να περάσουν. Αν ήτο να κόπτουν ζωαίς τα παχειά λόγια, θα την είχα χαμένην την ιδικήν μου εδώ και δέκα πέντε 'μέραις. Έλα, μακρυά από τον γέρο, ει δε μη, τώρα δοκιμάζω αν είναι το καύκαλό σου δυνατώτερο από το ραβδί μου. Σου το λέγω παστρικά! Έξω, κοπρόσκυλο! ΕΔΓΑΡ Θα σου σπάσω τα 'δόντια! Κόπιασε!

Δε θα με λυπηθή και κανένας; Γίνεται να πεθάνω, που έχω τόσα να κάμω, που έχω τόσα στο νου μου; Όχι! τέτοιο άδικο πράμα δε γίνεται! Σηκώνουμαι και παλαίβω και σκοτώνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης! Έχω δύναμη ακόμη. Νοιώθω πως έχω. Θα σηκωθώ. Να πεθάνη αφτός, μια πιστολιά και σώνει, να ησυχάσουμε όλοι. Να μπουν όλα σε τάξη. Αχ! να μπορούσα μόνο να κουνήσω το πόδι! Ή να σκοτωθώ, να τελειώση;

Δημήτρη του λέει· πάρε αυτή τη δεκάρα και την Κεριακή που θάρθω στο σχολείο με τον επιθεωρητή, εκεί που θα μιλούμε 'μεις, εσύ να έχης ένα κομμάτι παληόπανο να το κολλήσης από πίσω στο σουρτούκο του δασκάλου άκουσες; Το παιδί εχαμογέλασε. — Και σα με μαντατέψουνε; είπε. — Ποιος θα το κάμη που τονε σκοτώνω; Να κάμης καθώς σου λέω και θα σου δώκω κι' άλλη μια δεκάρα.

Αλλ’ όμως δεν ήτον δυνατή η κτυπιά. Κι από το χέρι τούτο κυλιέται στου άρματος ύπτιος τη μέση. Και τους σκοτώνω όλους εγώ. Αν τώρα τούτος ο ξένος με τον Λάιον έχει να κάμη, ποιος είν’ ελεεινότερος από με; Ποιος θε νά ’ναι θεομίσητος πλέον από μένα που μήτε οι ξένοι ούτε κανείς από τους Θηβαίους στο σπίτι του να δέχεται ταιριάζει εμένα; Αλλ’ είναι ανάγκη μακριά από κάθε σπίτι να διώχνουν με.