United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα εμάσησε μίαν λέξιν: «Κόπιασε». Και δεν διέκοψε την εργασίαν του, αλλ' αναστρέψας την κάννην έχυσεν εις τον νεροχύτην το μαύρο απόπλυμα. Αλλ' η Πηγή είχεν εγερθή και προσέφερε κάθισμα εις τον Μανώλην: — Κόπιασε, Μανωλιό ... χαμήλωσε. — Μα λέω να πάω παρακάτω ... είπεν ο Μανώλης, αλλ' αντί να πάη παρακάτω εισήλθε πάρα μέσα και με επίπλαστον απροθυμίαν εκάθησεν.

Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα-ένα τον προσκάλεσαν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Να εύμορφη συνάθροισις! Και πού θα τους μαζεύσης; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Επάνω. ΡΩΜΑΙΟΣ Πού; ΥΠΗΡΕΤΗΣτο δείπνον μας·το σπίτι. ΡΩΜΑΙΟΣ Τίνος σπίτι; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τ' αυθέντου μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Α! έπρεπε αυτό να σ' ερωτήσω. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Να σου το ειπώ χωρίς να μ' ερωτήσης. Ο αυθέντης μου είναι ο μεγαλόπλουτος Καπουλέτος. Και αν δεν είσαι από τους Μοντέκιδες, κόπιασε και συ, αν αγαπάς, να κερασθής ένα ποτήρι κρασί.

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ναι, τώρα ωμίλησες σωστά· και είναι τωόντι αμαρτία, οι τρανοί εις τούτον τον κόσμον να έχουν θάρρος να πνί- γωνται και να κρεμιώνται, περισσότερο παρά οι εις Χρι- στόν αδελφοί των. — Κόπιασε, δίκοπή μου. Άλλοι άρ- χοντες αρχαίοι δεν είναι παρά οι κηπουροί, οι σκαφτιάδες και οι νεκροθάπταις· κρατούν ακόμη την επιστήμην του Αδάμ. Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ήταν άρχοντας ο Αδάμ;

Ακούονταν οι αληχτησιές των σκυλλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... » Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλειο καμμιά θύρα και καμμιά σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλειο τον ξένον σαν πριν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Αλλ' ενώ η Μαριανθούλα με τη γριά χαίρονταν τα νιογέννητα κατσικάκια, που αυγατούσαν τη σπιτιάρική τους τη στάνη, οι τρεις γίδες, η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιώσσα η πρωτόγεννη, κι' η Κανούτα η κουτσοκέρατη, ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Η γριά, ακούοντας τον ποδοβολητό, νόμισε ότι είταν ο παπάς και προσηκώθηκε λέγοντας: — Κόπιασε, Δέσποτα μ', στην κορφή...

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Οι θύρες τότες άνοιγαν μια-μια, και μια γλυκή φωνή έβγαινε από μέσα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής, και ψωμί να χορτά'ης.. »

ΟΣΒ. Αμέσως άφησέ τον, ή σε σκοτώνω, κνώδαλον! ΕΔΓΑΡ Τράβα εμπρός, κύριε, και άφησε τους πτωχούς να περάσουν. Αν ήτο να κόπτουν ζωαίς τα παχειά λόγια, θα την είχα χαμένην την ιδικήν μου εδώ και δέκα πέντε 'μέραις. Έλα, μακρυά από τον γέρο, ει δε μη, τώρα δοκιμάζω αν είναι το καύκαλό σου δυνατώτερο από το ραβδί μου. Σου το λέγω παστρικά! Έξω, κοπρόσκυλο! ΕΔΓΑΡ Θα σου σπάσω τα 'δόντια! Κόπιασε!

Ποίος είν' εκεί, μα του άλλου διαβόλου το όνομα! — Θα ήναι μα την πίστιν μου, κανείς διπρόσωπος, απ' εκείνους οπού σου πέρνουν όρκον, ότι το άσπρο είναι μαύρο και το μαύρο άσπρο, — κανείς άξιος να πωλήση και την ψυχήν του διά την αγάπην του Θεού, και όμως δεν κατώρθωσε να τον γελάση τον Θεόν διά να του ανοίξη την πύλην των Ουρανών. Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε!