United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Λάμωνας, ενώ είχαν όλοι πια μαζευτή και χαίρονταν ότι θάχουνε μαζί τους δούλο όμορφο, αφού ζήτησε την άδεια να μιλήση, άρχισε να λέη: — Άκουσε, αφέντη, από άνθρωπο γέρο λόγο αληθινό. Και πιάνω όρκο στον Πάνα και στις Νύμφες, πως δε θα ειπώ καθόλου ψέματα.

Εκείνος δε ακούοντας, χαίρονταντην καρδιάν του. Κι' ο ήλιος σαν βασίλευσε, και ήρθε και το σκότος, Τότε προς τα πρυμόσχοινα του καραβιού κοιμήθκαν. Σαν φάνκ' η ροδοδάχτυλη κι' ανοιξογεννημένη Αυγή, τότετο στράτευμα το μέγα εκινούσαν· Και τότε πρύμον άνεμον τους έστειλ' ο Απόλλων. Και το κατάρτι έστησαν· τ' άσπρα πανιά απλώσαν· Και το πανί ο άνεμος εφούσκωσετη μέση.

Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85 φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου• αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του. πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα, έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90 μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου. και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει, και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95 δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος, 'π' άμετρα βόσκ' η βροντερήτα κύματ' Αμφιτρίτη. ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100 και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο• σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία. τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105 τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση• ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης. αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110

Κ' εκείνα κείτονταν όλα χάμω χωρίς να βόσκουνε, μήτε να βελάζουνε, μα, θαρρώ, το Δάφνη και τη Χλόη, που είχανε γίνει άφαντοι, πιθυμούσαν. Όταν λοιπόν εφάνηκαν και τους εφώναξαν όπως πάντα κ' έπαιξαν το σουραύλι, τα πρόβατα, αφού εσηκώθηκαν, έβοσκαν και τα γίδια επηδούσανε βελάζοντας σαν να χαίρονταν για τη σωτηρία του αγαπημένου τους γιδάρη.

Χαίρονταν που ξαναϊδώθηκαν, ελυπόνταν όταν χωρίστηκαν, επονούσαν, κάτι ήθελαν, δεν ήξεραν τι θέλουν. Τούτο μονάχα ήξεραν: ότι τον έναν τον αφάνισε το φιλί και την άλλη το λουτρό. Τους ξάναβε όμως περισσότερο κ' η εποχή. Άνοιξης ήταν πια τέλος κι' αρχή του καλοκαιριού κι όλα στον καιρό τους· τα δέντρα γεμάτα καρπούς, οι κάμποι όλο σπαρτά.