Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Εντός αυτού, σιμά εις τ' άλλα δένδρα, υπήρχον και ολίγαι κερασέαι, με καρπούς σχεδόν ωρίμους ήδη και περκάζοντας, μελανωπούς εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τα μαυροπράσινα φύλλα, Ο Ταμπουράς, μη έχων τι άλλο να φυλάξη, επειδή δεν ήτο ακόμη η ώρα των οπωρών ούτε των καρπών, εκοιμάτο εις το περιβόλι του Δημάρχου, εντός μικράς καλύβης με τον σκύλον του, κ' εφύλαγε τα κεράσια, μην τα κλέψουν οι δημόται του άρχοντος.

Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, 'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, 'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη•τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•

Ο Αμπτούλ, αφού και εσυνήλθε καλά εις τον εαυτόν του, δυναμούμενος από κάποια ιατρικά, που αυτοί του έδωσαν, τους ευχαρίστησε μεγάλως διά την ευεργεσίαν, που του έκαμαν, ύστερα τους ερώτησε, πώς αυτοί ήξευραν ότι ακόμη δεν είχεν αποθάνει; Η βεζυροπούλα του είπεν· ότι εγώ σαν ήκουσα την ψεύτικη φωνή του θανάτου σου δεν την επίστευσα, και υπώπτευσα πως ο πατέρας μου εστάθη η αιτία διά τα όσα ακολούθησαν· υποχρέωσα με δώρα έναν από τους δύο σκλάβους, που ήταν οι πιστοί του βεζύρη, ο οποίος μου έδωσε τα κλειδιά τούτου του κοιμητηρίου που αυτός τα εφύλαγε, και έτσι εμήνυσα του Αλή και επήρε δύο πιστούς του σκλάβους. και ευθύς ήλθαμεν διά να σε ελευθερώσωμεν, και ευχαριστούμεν τον ουρανόν, που σε εφθάσαμεν ζωντανόν.

γάιδαρος, το βόιδι και ο γεωργός.& Ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας ένας πλούσιος πραγματευτής, ο οποίος είχε διάφορα υποστατικά και χωρία, ένθα εφύλαγε και διάφορα ζώα διά την χρείαν του· και είχε τούτο το προτέρημα να καταλαμβάνη τις γλώσσες και την ομιλίαν των ζώων, όμως δεν ηδύνατο να την κοινολογήση εις άλλους, διότι εκινδύνευε να χάση την ζωήν του.

Και συ έπλεες τότε εις ψευδή ασφάλειαν, πεποιθώς ότι κανείς άλλος δεν σε έβλέπεν από τον Θεόν και από τον Άγιον· αλλ' ο νέος εκείνος, όστις εφύλαγε τότε τα πρόβατα του μπάρμπα-Γιωργού, Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, αν και δεν ήτον προικισμένος με το χάρισμα της προφητείας και των οπτασιών, ως ο αφέντης του, όταν σ' έβλεπεν αντικρύ από τον λόφον, κ' έκλειες την θύραν άμα έμβαινες εις το εξωκκλήσιον, κατήρχετο γοργάγοργά από τον λόφον, με τα τσαρουχάκια του, πατών εις την γην τόσον μαλακά ως να ήτο ελαφρός ατμός διολισθαίνων επί της χλόης, και συνεχών την αναπνοήν του, επλησίαζε σιγάσιγά εις την μικράν, μισοασβεστωμένην και λαδωμένην από την υπερβολικήν ευλάβειαν των προσκυνητριών υαλόφρακτον θυρίδα του ναΐσκου, κ' έβλεπε, χωρίς να τον βλέπης, τας μετανοίας και τας προσευχάς σου, και ήκουε, χωρίς να τον ακούης, τους ψιθυρισμούς σου και τους στεναγμούς σου.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν