United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγνοώ πόσην ώραν εκείμην ούτω αναισθητούσα, πού επλανήθην εν αγνοία μου, και πότ' ακριβώς εξύπνησα.

Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν λέγει γρυ, αυθέντα μου, πλην κλαίει κι' όλον κλαίει· και πότε ‘ς το κρεββάτι της ξαπλόνεται και πέφτει, και πότ' ανασηκόνεται, και μιαν Τυβάλτη! κράζει, Ρωμαίε! κράζει έπειτα, και πάλιν ξαναπέφτει. ΡΩΜΑΙΟΣ Ωσάν να ήτο τ' όνομα εκείνο μία σφαίρα, που από στόμα κανονιού εβγήκεν αναμμένη και την εσκότωσε!

Όσο έγερνε ολοένα στο βασίλεμα, εζωγράφιζε στα ανοιχτά, πότε ένα πανί καϊκιού αρέκαντο κεικάτω βαθιά, πότ' έναν ξυλάρμενον καραβιού παπαφίγκο. Εκύλαε ολοένα αποκαρωμένος, αργός· επάγαινε να βυθίση κάτω, κεικάτω, στης Μπαρμπαριάς τάγρια τα πέλαγα, που δεν τα ίσκιωσε πανί και κουπί, ακούς, δεν ταβλάκωσε. — Αμάν και το δικό σου το κακό! μου λέει ο φίλος, τινάζοντας ψηλά από το σβέρκο το γιακά.

Και δεν τον εζύγονε πια καθόλου, παρά πότ' εδώ και πότ' εκεί έβοσκε τα γίδια, αποφεύγοντας εκείνον και γυρεύοντας τη Χλόη. Μα μήτε ο Γνάθωνας τον κυνηγούσε πια, σαν έμαθε καλά, ότι δεν είναι μονάχα όμορφος, παρά και δυνατός· και ζητούσεν ευκαιρία να μιλήση γι' αυτόν στον Άστυλο κ' έλπιζε να του τόνε χαρίση ο νέος, επειδή ήθελε να του κάνη πολλές και μεγάλες χάρες.

Καθώς εγώ μ' αλήθια, Κυρά μου, σ' αγαπώ Καμμιά στον κόσμον άλλος, δε σφάλλω να το ειπώ, Μον τάχα νάρθη η ώρα, που αυτό το σ' αγαπώ, Οχ το χρυσό σου στόμα, πως ήκουσα, να ειπώ. Ιδα απόψε στο είνορό μου, Φύλλι, σ' είχα στο πλευρό μου· Και στη μέση ένα παιδάκι, Που το τρυφερό χεράκι, Μ' ιλαρή θωριά τηρόντας, Και γλυκά χαμογελόντας, Πότε άπλονε σ' εμένα, Πότ' εχάιδευεν εσένα.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε, και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310 τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη. αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου· ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης, ότι οδηγοίτο σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον, ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315 να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους. τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις, γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα, και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320 όπως με τον Τηλέμαχοτην τράπεζαν καθίση, 'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέτο εξής θα κάμουν τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν. και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325 των γυναικών ανώτερητον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι, αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσηςτην τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις. άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει, οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330 και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι· αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει, την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν, και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».

Εάν τω όντι μ' αγαπάς, Ρωμαίε, τιμημένα, κ' είν' ο σκοπός σου στέφανα και γάμος, μήνυσέ μου με κάποιον, οπού αύριον εγώ θα σου τον στείλω, το πού και πότ' επιθυμείς η τελετή να γίνη, κ' είμ' έτοιμη την τύχην μου ‘ς τα χέρια σου να βάλω και εις τα πέρατα της γης να σε ακολουθήσω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν. Κυρία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έφθασα. — Αλλά εάν κακόν ‘ς τον νουν σου επέρασε, παρακαλώ... ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265 «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα, άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος. για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα, φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργείτα ξένα». 270

Και ήρχισεν αμέσως ν' αναγινώσκη• αν δε καλώς ενθυμούμαι, οι στίχοι τους οποίους ανέγνωσεν ήσαν οι εξής• Ή οίη πότ' άρ' Αρισταινέτου εν μεγάροισι δία Κλεανθίς άνασσ' ετρέφετ' ενδυκέως προύχουσ' αλλάων πασάων παρθενικάων, κρέσσων της Κυθέρης ηδ' άμα της Ελένης. Νυμφίε, και συ δε χαίρε, κράτιστε τεών συνεφήβων, κρέσσων Νιρήος και Θέτιδος πάϊδος.