United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έρθης όμως στην πραγματικότητα και στην πείρα, δε θαύρης τίποτ' απ' όλα αυτά. Είνε σαν εκείνα τα ωραία όνειρα, που όταν ξυπνάς δε σ' αφίνουν τίποτ' άλλο παρά μόνον τη δυσαρέσκεια που τα πίστεψες. ΑΡΓΓΑΝ Δηλαδή όλη η επιστήμη του κόσμου είνε κλεισμένη μέσα στο κεφάλι σου και νομίζεις πως ξαίρεις περισσότερα από όλους τους μεγάλους γιατρούς του αιώνος μας.

Μη κι' αυτά δεν ζουν με ό,τι εύρουν; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Καϋμένο συ πουλάκι μου! Και ούτε θα φοβήσαι παγίδα, δίκτυ, 'ξόβεργα; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Να φοβηθώ τι έχω; Με όλ' αυτά δεν κυνηγούν μικρά μικρά πουλάκια. — Δεν 'πέθαν' ο πατέρας μου, και ό,τι θέλεις λέγε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Απέθανε, παιδάκι μου, και πού θα εύρης άλλον; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και συ, μαννούλα μου καλή, πού θαύρης άλλον άνδρα;

Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα-ένα τον προσκάλεσαν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· «Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε, ως λέγουν ότ' η γνώσι σουτον κόσμον είναι η πρώτη, 125 ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση. θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης, ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας».

Οι θύρες τότες άνοιγαν μια-μια, και μια γλυκή φωνή έβγαινε από μέσα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής, και ψωμί να χορτά'ης.. »

Τα σπίτια είταν αλλοιώτικα, οι οβοροί αλλοιώτικοι, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, η εκκλησιά αλλοιώτικη: τα όλα αλλοιώτικα, και γι' αυτό, όταν τον εκυνηγούσαν τα σκυλλιά αληχτώντας «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου» κι' άκουε το σπλαχνικό προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Ακούονταν οι αληχτησιές των σκυλλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... » Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλειο καμμιά θύρα και καμμιά σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλειο τον ξένον σαν πριν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.